United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ο Έφις φάνηκε να ηρεμεί. «Αλήθεια είναι», είπε χαμηλόφωνα. «Εγώ σκότωσα τον παππού σου, ναι. Χίλιες φορές θα το είχα φωνάξει στο δρόμο, στην εκκλησία, δεν το έκανα όμως, για χάρη τους. Εάν έλειπα εγώ, ποιος θα τις φρόντιζε; Η κακιά ώρα όμως το’ φερε, Τζατσί! Σου τ’ ορκίζομαι. Ήξερα ότι η μάνα σου ήθελε να το σκάσει και εγώ την συμπονούσα, γιατί την αγαπούσα. Αυτό ήταν το πρώτο μου έγκλημα.

Ακούγοντας τη φωνή του, ο Χουσδάν, τραβάει την αλυσσίδα του από τα χέρια της Βραγγίνας, τρέχει στον κύριό του, κυλιέται στα πόδια του, λείχει τα χέρια του, γαυγίζει χαρωπά. «Χουσδάν, φωνάζει ο τρελλός, ευλογημένος νάναι ο κόπος που έκανα για να σ' αναστήσω. Με δέχτηκες πειο καλά παρά εκείνη που τόσο αγαπούσα. Εκείνη δε θέλει να μαναγνωρίση.

Απέρασαν σχεδόν δύο χρόνοι που ευρισκόμουν με εκείνους τους Φακίρηδες, και περισσότερον ακόμη ήθελα σταθή αν εκείνος που με αυτούς με είχε ανταμώσει, και που περισσότερον από τους άλλους τον αγαπούσα, δεν μου ήθελε προβάλλει να ταξειδεύσωμεν.

Με τα είκοσί της τα χρόνια, έμοιαζε ακόμη παιδί, τρυφερό είκοσι χρονώ παιδάκι, και σα μεγαλήτερή της φαίνουνταν η Ελένη. Η Λέλα βάσανα δεν είχε, η Λέλα δεν πονούσε, δεν της έμελε για τίποτις εκεινής, και στο τραπέζι, κάθε μέρα, η Ελένη αντίκρυ στον πατέρα, εγώ αντίκρυ της Λέλας, την κοίταζα κ' η καρδιά μου πετούσε να μπη μέσα στην καρδιά της. Πώς την αγαπούσα! Κορμί και ψυχή.

Όλοι γνωρίζουν πόσον αγαπούσα την μακαρίτισσα την μητέρα των• το έδειξα δε δι' όσων έκαμα δι' αυτήν, όχι μόνον όταν έζη, αλλά και αφού απέθανε, ότε έκαυσα μαζή της όλα της τα κοσμήματα και τα φορέματα, τα οποία περισσότερον της ήρεσαν.

Εγώ από το άλλο μέρος δεν επροσπαθούσα άλλο, παρά πώς να ευχαριστώ την αγάπην της Γαντζάδας και να της δίνω κάθε περιδιάβασιν που επιθυμούσεν· αγαπούσα να εξοδεύω με γενναιότητα· και με όλον που τα διάφορά μου δεν ήτο τόσον μεγάλα, έτσι δεν ήτον και τόσον αρκετά διά να μας φθάσουν εις πολύν καιρόν κατά τον τρόπον που εζούσαμεν.

Για χατίρι της μόνο έλεγα να γίνω μεγάλος και δόξα να κερδίσω. Εκείνη είταν ο σκοπός μου, είταν ενέργεια κ' ύπαρξή μου. Η Μοιρίτα μ' άκουγε με πόθο, με χαρά, γύρεβε όλο να καθήση μαζί μου, ήθελε πάντα να της λέω πόσο την αγαπούσα, να καταλάβη. Η άτυχη η Μοιρίτα! Νόμιζε και κείνη πως μ' αγαπούσε. Αχ! τι μυστήριο είναι αφτό! Χωρίς ίδια της να το ξέρη άλλονε αγαπούσε, όχι εμένα.

Και μήπως δεν έφτανε τόσο μόνο; Εγώ που την αγαπούσα, που την ήθελα όλη για μένα, πώς να μείνω, πώς να χαρώ μισή την εφτυχία μαζί της; Και δεν τόβλεπα πως το νόμιζε χρέος της να με πάρη; πως η καρδιά της πολεμούσε και πονούσε; Η καλή μου, η καημένη μου η Μοιρίτα! Δεν έφταιγε εκείνη. Έτσι το είχε φέρει η τύχη.

Ξέρεις πως το Σμαρώ τ' αγαπούσα από τότε που είμαστε μικρά παιδιά. — Κ' εγώ τ' αγαπούσα· είπεν εκείνος. Κ' εγώ από τότε τ' αγαπούσα και τόρα τ' αγαπώ και θαν τ' αγαπώ όσο ζω και ζεύω! Να μην απλόνω εκεί που δε φτάνω. Και γιατί δε φτάνω εγώ στο Σμαρώ! Πού είσαι συ καλήτερος από μένα; τ' έχεις περσότερο; Καραβοκύρης εσύ, καραβοκύρης κ' εγώ. Ίσα την έχουμε τη σκούνα. Μισή και μισή.

Αυτός ο γιατρός ήτανε ο πιο άσχημος απ' όλους τους άντρες κ' εγώ η πιο δυστυχισμένη απ' όλα τα πλάσματα, αφού έτρωγα ξύλο για έναν άντρα, που δεν τον αγαπούσα. Ξέρετε, κύριε, πόσο είναι επικίνδυνο, για μια ζηλιάρα νάναι γυναίκα γιατρού.