United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διαβαίνει ο Χρόνης για να ιδή πηγαίνονταςτο σπήτι· » Πολλά τα έτ' μπουλούκμπαση» — «Καλώς τονε το Χρόνη. » Πώς τάχεις Χρόνη τα παιδιά, τι κάνουν τα παιδιά σου;» «Σε προσκυνούν μπουλούκμπαση και σου φιλούν τα χέρια, » Δώδεκα μέραις έλειπα, τι κάνουνε δεν ξέρω. — » Αν θέλης Χρόνη μου να ιδής ώμορφα κεφαλάκια, » Τήραξε μέσα τον τορβά να ιδής αγγελουδάκια.

Συγύριζε την κάμαρά μου σαν έλειπα την ημέρα, και την έβρισκα σαν καθρέφτη το βράδυ. Της δάνειζα κάποτες και βιβλία. Μα μου διάβαζε, θαρρώ, μερικά και δίχως να τα δανείζω. Η Μαριγώ είταν η πρώτη που σηκώθηκε από το τραπέζι σαν έπεσαν απάνω μου και Θοδωράκης και Θοδωράκαινα. Θάρρεψα λοιπόν πως είταν κ' η πρώτη που θύμωσε, και τώρα που την έβλεπα σιμά μου σα να φοβήθηκα πως θα με μαλλώση κι αυτή.

Είμαι περίεργος νακούσω αυτή τη νέα θεατρίνα. Εγώ έλειπα λίγα χρόνια στο εξωτερικό και δεν παρακολούθησα το θέατρό μας. Λένε πως έχει μεγάλο τάλαντο αυτό το κορίτσι. ΦΛΕΡΗΣΟμολογουμένως. Είν' ευτυχία στη μονοτονία αυτή των λουτρών νάχωμε μία τόσο εκλεκτή καλλιτεχνική παρένθεση. ΑΝΘΥΠΟΛ. — Μα τι θέμα εδιάλεξε η ευλογημένη; Οφηλία μ' αυτή τη ζέστη! ΦΛΕΡΗΣΧα, χα!

«Έφερα γύρα τα μάτια μου στο σπίτι, κι' είδα πως δεν είχε αλλάξει τίποτε από μέσα. Νόμισα, πως έλειπα από τα χτες. Όλα είταν στην ίδια τους θέση, όπως τα είχα αφήσει, και μοναχά οι άνθρωποι είχαν αλλάξει όλοι. Απ' αυτουνούς, άλλοι από παιδιά έγειναν νύφες, άλλοι από νιοί γερόντοι, άλλοι από το Τ ί π ο τ ε φύτρωσαν ανθρώποι, κι' άλλοι αλλοίμονο! — έλειψαν ολότελα!

Καλά κάμετε να μας καλέσετε. Όσο έλειπα από την Πόλη, θυμούμαι που διάβαζα συχνά στα δημοτικά μας παραμύθια για βασιλοπούλες που φορούσαν τον ουρανό με τάστρα, τη θάλασσα με τα ψάρια και τη γις με τα λουλούδια. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι είταν αφτές οι τρεις φορεσιές.

Μηδέ έχει τ' αργυρόγοργο ποτάμι να σας σώσει, 130 ο Ξάνθος, που συχνά πολλούς του σφάζετε βουβάλους και ζωντανά τού ρήχνετε πολλά άτια μες στο κύμα· μα κι' έτσι θα σας τρώει οχιά, ως να πλερώστε τέλος του βλάμη εδώ το θάνατο, των Αχαιών τα πάθια, που στα γοργάσαν έλειπατους σφάζατε καράβια135 Έτσι είπε, κι' άναψε θυμό στα σπλάχνα του ποτάμου.

Τότε ο Έφις φάνηκε να ηρεμεί. «Αλήθεια είναι», είπε χαμηλόφωνα. «Εγώ σκότωσα τον παππού σου, ναι. Χίλιες φορές θα το είχα φωνάξει στο δρόμο, στην εκκλησία, δεν το έκανα όμως, για χάρη τους. Εάν έλειπα εγώ, ποιος θα τις φρόντιζε; Η κακιά ώρα όμως το’ φερε, Τζατσί! Σου τ’ ορκίζομαι. Ήξερα ότι η μάνα σου ήθελε να το σκάσει και εγώ την συμπονούσα, γιατί την αγαπούσα. Αυτό ήταν το πρώτο μου έγκλημα.

Η ευχαρίστησις ετούτης της ελευθέρας ζωής με έκαμε να δοθώ εις κάθε κραιπάλην, τόσον που με έκαμε να λησμονήσω τον πόνον της Τζελίκας, μα κάποτε δεν έλειπα που να μην εβγάζω από κανένα αναστεναγμόν δι' αυτήν, οπόταν την ενθυμούμουν.

— Κ' ύστερα, τι απόγεινε; Πες μου τα όλα, σαν να είμαι πνεμματικός, γιατί εγώ, ξέρεις, τον περισσότερον καιρό έλειπα απ' την πατρίδα, και δεν τα παρηκολούθησα καλά. — Φαίνεται ότι δεν του είχαν καμωμένα μάγια, μόνο ο ίδιος είχε πέσει στον έρωτα, κ' η Αγία, σαν δεν ήτον από μάγια, δεν μπορούσε με το στανιό να του αλλάξη τα μυαλά, γιατί μοναχός του και θέλοντας έβαλε σεβντά μέσα του.