United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφόντις γουν εποτίσθη βαθέως ο Γεμιστός με τα κακόδοξα νάματα της εβραϊκής απονοίας, ήλθεν εις την βασιλεύουσαν πόλιν και έμεινεν εκεί χρόνους επτά διδάσκοντας εις το φανερόν τα ιερά γράμματα και την φιλοσοφίαν, αμμή εις το κρυφόν όσους ειμπορούσε να σαγηνεύση διά να τους κάμη ομόφρονάς του, τους εδίδασκε την κακόδοξον πλάνην του, και πολλούς από τους μαθητάς του εφαρμάκωσε με αυτόν τον τρόπον, φέρνοντάς τους εις την απώλειαν, ώστε να μη λατρεύουν πλέον τον αληθινόν Θεόν, αλλά να προσκυνούν — ω της απονοίας και αναισχυντίας! — κωφά και αναίσθητα ξόανα.

Οι παρόντεςείχε δε προστρέξει σχεδόν όλη η πόλις, μετά των γυναικών, των παιδίων και των γερόντωνκατελήφθησαν υπό συγκινήσεως και ήρχισαν να εύχωνται και να προσκυνούν. Αυτός δε επρόφερε λέξεις ακατάληπτους, ως Εβραϊκάς ή Φοινικικάς, και εξέπληττε τους ανθρώπους μη εννοούντας τι έλεγε, πλην των ονομάτων του Απόλλωνος και του Ασκληπιού, τα οποία ανεμίγνυεν εις τα ακατάληπτα εκείνα.

Έπειτα ο πρώτος αυτών νομοθέτης τους έπεισεν ότι είνε αδελφοί πάντες μεταξύ των, άμα προσέλθουν εις την θρησκείαν του και απαρνηθούν τους Ελληνικούς θεούς, τον δε σταυρωμένον εκείνον διδάσκαλόν των προσκυνούν και ακολουθούν κατά τας εντολάς του. Και επειδή επίστευσαν τα τοιαύτα χωρίς να τα πολυεξετάσουν, καταφρονούν τα πάντα και παν ό,τι έχουν το θεωρούν κοινόν.

Αφού δε έσπασε το αυγόν και εδέχθη εις την παλάμην του το έμβρυον του ερπετού και οι παρόντες το είδον να κινήται και να περιτυλίσσεται εις τους δακτύλουςτου, ήρχισαν να αναφωνούν και να προσκυνούν τον θεόν και να μακαρίζουν την πόλιν, έκαστος δε εζήτει παρά του θεού θησαυρούς και πλούτη και υγείαν και πάντα τα άλλα αγαθά.

Και εγώ δεν έχω ολιγωτέραν αντίρρησιν από εσένα επάνω εις την θρησκείαν μου, απεκρίθη η Γαντζάδα· και δεν ήθελα το δεχθή ποτέ να υπανδρευθώ με ένα Μωαμεθανόν, μακάρι να ήξευρα πως ήθελα να γίνω βασίλισσα· εστοχαζόμουν πάντα, ότι πριν στεφανωθούμεν θα σε κάμω πρώτον να αρνηθής την θρησκείαν του Προφήτου σου, και θα σε υποχρεώσω να λάβης εκείνην των Κουέμπρων, που προσκυνούν τον ήλιον και την φωτιάν, καθώς κάμω και εγώ· μα επειδή και βλέπω που διστάζεις να αρνηθής την θρησκείαν σου, και να κλίνης εις την εδικήν μου, διά να μη μου δώσης αυτήν την ευχαρίστησιν, καταφρονώντας μίαν τέτοιαν τύχην, και αρνούμενος μου την δεξιάν σου, σε κηρύττω διά τον πλέον αχάριστον άνθρωπον του κόσμου.

Εκεί βλέπω εις τον θρόνον καθήμενον έναν ενδεδυμένον βασιλικά με κορώναν και με το σκήπτρον και από το ένα μέρος και το άλλο πολλούς γονατιστούς εις σχήμα να τον προσκυνούν και άλλους ορθούς με τα χέρια σταυρωτά, όμως όλοι ακίνητοι και εσυμπέρανα ότι εκείνος ήτον ο βασιλεύς με τους μεγιστάνας του.

Και τι είνε αυτός ο νέος Θεός; — Έχει είδωλα και τα προσκυνεί, είπεν ο ξένος. — Και τι πράγμα είνε αυτά τα είδωλα; — Τα είδωλα είνε αγάλματα οπού τα προσκυνούσαν οι αρχαίοι. — Ποίοι αρχαίοι; — Οι Έλληνες. — Και πώς τα επροσκυνούσαν; — Όπως οι χριστιανοί προσκυνούν τας εικόνας, μοι φαίνεται. — Και σαν τι πράγμα είνε αυτά τα αγάλματα; Πες μου καλά να καταλάβω, διατί εγώ αργώ να μπω μέσα.

Με αμάξι 'στους δρόμους γυρνά. έως κάτω κι' αυτόν προσκυνούν, με μεγάλους μεγάλος περνά και καυχάται πως έχει και νουν. Με μεσίτας γεμίζουν οι δρόμοι, ποία φύσις τριγύρω πεζή! Μα συ μόνο δεν νοιόθεις ακόμη, πως με στίχους ο κόσμος δεν ζη; Γιατί δίχως φροντίδα κοιμάσαι, και για κλέφτες πεντάρα δεν δίνεις; πιο καλά απ' αυτούς να φοβάσαι, παρά 'ξένοιαστη τόσο να μείνης.

Λέγουν δε ότι αφήκες και το Μακεδονικόν ένδυμα και εφόρεσες Περσικόν κάνδυν και τιάραν ορθήν επί της κεφαλής, και είχες την αξίωσιν να σε προσκυνούν οι Μακεδόνες, άνδρες ελεύθεροι, και, το γελοιωδέστερον εξ όλων, εμιμείσο τους τρόπους των νικημένων.

Αποκοιμήθηκα ή όχι, ποιος το ξέρει; Μου φαίνεται τώρα πως βλέπω μιαν Ακρόπολη καινούρια, πως βλέπω καινούριους θεούς. Στου Παρθενώνα μας τα σκαλοπάτια κάθουνται γυναίκες πολλές αραδιασμένες· τις προσκυνούν οι καινούριοι θεοί και τις φέρνουν κάτι λουλούδια, που μοιάζει πως αναποδογυρίζει ο ουρανός από μοσκοβολιά.