United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


&Ιστορία του βεζύρ Ταλμούχ, επονομαζομένου μελαγχολικού, και της βασιλοπούλας Τζελίκας.& Εγώ είμαι μοναχός υιός ενός πλουσίου πραγματευτού τζοβαϊριστή από το Μπαγδάτι. Ο πατέρας μου, που ωνομάζετο Αμπτουλά, τίποτε δεν αψήφισε εις την ανατροφήν μου· με έκαμε να μάθω φιλοσοφίαν, μαθηματικήν, τους νόμους, και άλλες πολλές επιστήμες, και μάλιστα διάφορες γλώσσες.

Εις τον ίδιον καιρόν, εγώ γυρίζοντας βλέπω, που ήτον ο ευνούχος της Τζελίκας, που μου είχε δώσει την γραφήν της εις το Βασιλικόν.

Αυτός αφού εφάγαμεν, έπιε τόσον κρασί, που τον έκαμε να χάση κάθε λογής εντροπήν και δεν του έφθασε που ωμιλούσε με μεγάλην ελευθερίαν και θάρρος, αλλά απετόλμησε και έρριξε τας χείρας του επάνω εις τον λαιμόν της Τζελίκας, και με αναισχυντίαν της έδωσεν ένα φίλημα.

Ετούτος ο πραγματευτής βλέποντας την ωραιότητα της Τζέλικας έκρινεν εύλογον να την φέρη εις τον βασιλέα διά να την αγοράση· αυτός ο βασιλεύς έμεινεν εκστατικός βλέποντάς την, και χωρίς καμμίαν εξέτασιν μας αγόρασε και τες δύο, και μας έβαλεν εις το χαρέμι των γυναικών του.

Τότε εγώ έπεσα ωσάν αποθαμένος από την θλίψιν μου, και ερχόμενος εις τον εμαυτόν μου άρχισα να οδύρωμαι, και να ξεσχίζω τες σάρκες μου τόσον, που έγινα ένα ελεεινόν θέαμα και αφού την έθαψαν με επήραν οι συντρόφοι μου, και με επεριποιήθηκαν αλείφοντές με μέ ένα βάλσαμον, που εις δύο ημέρες ιατρεύθηκα παντελώς· μα η θλίψις του θανάτου της Τζελίκας δεν ήτον τρόπος να μου ιατρευθή και γενόμενον το παλάτι του βασιλέως μισητόν εις εμένα, απεφάσισα και εμίσευσα από εκεί κρυφίως διά νυκτός τρεις ημέρες υστερώτερα από τον θάνατον της Τζελίκας.

Η ευχαρίστησις ετούτης της ελευθέρας ζωής με έκαμε να δοθώ εις κάθε κραιπάλην, τόσον που με έκαμε να λησμονήσω τον πόνον της Τζελίκας, μα κάποτε δεν έλειπα που να μην εβγάζω από κανένα αναστεναγμόν δι' αυτήν, οπόταν την ενθυμούμουν.

Ήξευρε ότι εγώ δεν είμαι μία σκλάβα της Τζελίκας, καθώς με φαντάζεσαι, μα είμαι αυτή η ιδία βασιλοπούλα Τζελίκα· την νύκτα, που ήλθες εις τον χοντζερέ μου, απέρασα ως Καλεκάρη, και η Καλεκάρη απέρασεν ως Τζελίκα, και αυτό ηθέλησα να το κάμω διά περισσοτέραν περιδιάβασίν μου.

Ταλμούχ, μου είπεν αυτός, εγώ σε εγνώρισα, με όλον που έχεις ετούτο το παράξενον φόρεμα, και λογιάζω πως οι οφθαλμοί μου δεν γελοιούνται· είναι δυνατόν να δοθή, ότι εδώ να σε συναπαντήσω; Και εσύ, του απεκρίθηκα, τι κάνεις εδώ εις το Κανταχάρ; διατί απαράτησες την αυλήν του βασιλέως της Περσίας; μήπως ο θάνατος της Τζελίκας σε έκαμε να αναχωρήσης καθώς και εμένα; Εις ετούτα διά την ώραν, μου απεκρίθη εκείνος, δεν ημπορώ να σου ειπώ τίποτε, μα ογλήγορα θέλω σου δώσει την ευχαρίστησιν· αν θέλης αύριον να ευρεθής εδώ μόνος σου εις την αυτήν ώραν θέλω σου φανερώσει πράγματα, που θέλουν σε θαυμάσει, τα οποία ήξευρε πως είναι όλα διά λόγου σου.

Έγραψα ευθύς μίαν επιστολήν της Τζελίκας, και της εφανέρωσα πως ο Φακύρης εμετανόησε μεγάλως διά την αυθάδειάν του, και της εζητούσε συγχώρησιν, και πως διά κανόνα του σφάλματός του θέλει μισεύσει από εκείνην την χώραν. Αυτή μου απεκρίθη ότι τον συγχωρεί, και πως οπόταν αυτός μισεύση, θέλει έλθει να με εύρη.

Ο αρπαγμός της Τζελίκας στέκει πάντα τυπωμένος εις την καρδιά μου, και με κάνει αναίσθητον εις κάθε λογής χαροποίησιν.