United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εστοχάσθηκα από την θεωρίαν του, και από την μεγαλοπρέπειάν του, ότι αυτός θα ήτον ο αυθέντης εκείνου του παλατίου, και άρχισα να φοβούμαι μήπως του κακοφανή, που εμβήκα εκεί χωρίς το θέλημά του. Αυτός απερνώντας από σιμά μου εσταμάτησε, και μου είπεν· Ω νέε, δεν είσαι εσύ από την Μπάσραν; Ναι, του απεκρίθηκα αυθέντη.

Τι λες, Ταλμούχ, μου είπεν ο ευνούχος είνε εύμορφη ετούτη η κατοικία; ναι, μου αρέσει κατά πολλά, του απεκρίθηκα εγώ· ας είναι, ακολούθει μοι, μου εξαναείπεν αυτός.

Μα πώς ημπορώ, απεκρίθηκα, εγώ, να λάβω αυτήν την φήμην, και να κερδίσω την ευλάβειαν εκεί; Άλλο δεν θέλεις κάμει, μου είπεν εκείνη, παρά να ακολουθήσης με προσοχήν εκείνο που θέλω σε διατάξει. Και έτσι λέγοντας, εμπήκεν εις τον χοντζερέ της, και ευθύς εγύρισε με μίαν γαράφαν εις το χέρι γεμάτην νερόν.

Αντίπερα Να πάω, να περάσω Δεν 'πόρεγ' αν δεν έμπαινα 'Πό μέσα του. Και 'μπαίνω. Και 'μπαίνω ως τα γόνατα. 'Σ την άκρη πέρα 'βγαίνω, Κ' εκεί είδα άλλον δαίμονα Μαύρον ωσάν το ράσο. Εκείνος μ' είδε· φώναξε, Τι θέλω, τι ζητάω· Κ' εγώ τον απεκρίθηκα: « Αδέλφι μου, δεν 'ξέρω » Εδώ κ' εγώ πού 'βρίσκομαι·» Μούπε: «Σ' αυτό το μέρο » Δεν 'ξέρεις πως τ' Αλή-Πασσά · » Τη φυλακή φυλάω;...»

Μα αυτή σηκώνοντάς με μέ εξέτασε τι όνομα έχω, και από ποίον τόπον είμαι, και πώς έτυχα και έπεσα εις τας χείρας της αδελφής της. Εγώ της απεκρίθηκα εις όσα με ερώτησε, χωρίς να της κρύψω το παραμικρόν. Και τελειώνοντάς την ομιλίαν μου αυτή μου είπεν·

Η φύσις μας κλίνει πολύ εις αυτήν, και όμως αρκεί άπαξ μόνον να έχωμεν την δύναμιν να βιάσωμεν τον εαυτόν μας, και η εργασία φεύγει τότε από τα χέρια μας, και ευρίσκομεν εις την ενέργειαν αληθή ευχαρίστησιν. — Η Φρειδερίκα επρόσεχε πολύ, ο δε νεανίας αντείπεν ότι δεν είναι κανείς κύριος του εαυτού του, και ολιγώτερον από όλα δύναται να εξουσιάση τα αισθήματά του. — Εδώ πρόκειται περί δυσαρέστου αισθήματος, απεκρίθηκα, του οποίου καθένας αγαπά ν' απαλλάσσεται, και κανείς δεν ηξεύρει πόσον εκτείνονται αι δυνάμεις του, πριν τας δοκιμάση.

Σου φαίνεται, μου είπεν αυτός, ότι ετούτοι οι θησαυροί θα αχρήζουν επιμέλειαν διά να τους αυξήσωμεν; αγροικάς εναντίωσιν διά να ταξειδεύσης; Όχι, του απεκρίθηκα, είμαι έτοιμος να έλθω όπου με προστάξης. Και με τούτο εβγήκαμεν από εκείνον τον οντά, που είχε τους θησαυρούς. Φθάνοντας λοιπόν η διωρισμένη ημέρα εμβήκαμεν εις το καράβι και εμισεύσαμεν.

Εκεί ήτον ένας γέροντας εις μίαν αγκωνήν καθήμενος, τον οποίον ποτέ δεν τον εστοχάσθηκα διά να του προσφέρω να αγοράση από την πραγματείαν μου, ο οποίος βλέποντάς με έκραξε· Φίλε μου, από τι προέρχεται και δεν μου φέρεις και εμένα να αγοράσω από την πραγματείαν σου; ή με στοχάζεσαι πως δεν έχω να ξοδέψω όπως και οι άλλοι; Αυθέντη, του απεκρίθηκα, συμπάθησέ με διατί δεν σε εστοχάσθηκα· όμως όλον τούτο που έχω είνε εις τα προστάγματά σου.

Ταλμούχ, του απεκρίθηκα, είναι το όνομά μου, και είκοσι δύο χρόνων είναι η ηλικία μου· μου έκαμε και άλλες πολλές εξέτασες, και του απεκρίθηκα εις εύμορφον τρόπον. Ταλμούχ, εξαναείπεν αυτός, εγώ γροικώ κάποιον πόνον διά τα όσα σου εσυνέβηκαν, όθεν θέλω να σου είμαι εις τόπον πατρός σου.

Η αδελφές μου εφθόνησαν και εζήλευσαν την αγάπην που έδειχνε το βασιλόπουλον προς με και εγώ προς αυτό· και μίαν ημέραν με πονηρίαν με ερώτησαν· όταν φθάσωμεν εις την Βαβυλώνα τι μέλλει γενέσθαι διά τούτο το βασιλόπουλον; Εγώ χαμογελώντας τους απεκρίθηκα ότι, θέλω το λάβει δι' άνδρα μου· και γυρίζοντας προς το βασιλόπουλον του είπα· παρακαλώ την γαληνότητά σου να δεχθής το ζήτημά μου, ευθύς που φθάσωμεν εις Βαβυλώνα έχω σκοπόν να σου προσφέρω τον εαυτόν μου να γίνω σκλάβα και δούλη σου, να σε γνωρίζω δι' αυτεξούσιον αυθέντην εις τα θελήματά σου· και αυτός μου απεκρίθη· εγώ μετά πάσης χαράς δέχομαι το ζήτημά σου ταύτην την ώραν και εδώ έμπροσθεν εις τας αδελφάς σου, ιδού σου δίδω το χέρι μου και λάβε δι' αρραβώνα το χρυσούν αυτό δακτυλίδι και θέλω σε έχει διά νόμιμόν μου γυναίκα εις το εξής.