United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως τόσον έφθασε και ο διωρισμένος καιρός να πληρώση τον όρκον του· όθεν αποχαιρετώντας τους συγγενείς και οικιακούς του εν μέσω κλαυθμών και οδυρμών ανεχώρησε διά το θανατηφόρον ταξείδι. Όταν έφθασεν εις τον διωρισμένον τόπον, εκάθισε σιμά εις την βρύσιν με λύπην μεγάλην και αναστεναγμόν θανάτου, προσμένων το Τελώνιον.

Τέλος ήκουσα ένα ασθενή αναστεναγμόν, και αντελήφθην ότι ήτο μία διαμαρτυρία προερχομένη από επιθανάτιον τρόμον. Δεν ήτο πόνος δυστυχίας ή βασάνου. Ω! όχι! Αλλ' ο χαμηλός και συγκαλυμμένος ήχος που εσηκώνετο από το βάθος μιας βασανισμένης από την στενοχώρια ψυχής. Δεν ήτο άγνωστος ο ήχος αυτός.

Εις το τέλος, χωρίς να προφέρη μίαν συλλαβήν, την έσπρωξε με βίαν από κοντά του και της επέταξε κατάμουτρα το ποτήρι γεμάτο από κρασί. Το πτωχό κορίτσι εσηκώθηκεν όπως ημπορούσε καλύτερα, και χωρίς να βγάλη ούτε ένα αναστεναγμόν, επήρε την θέσιν της εις τα κάτω της τραπέζης. Επί ένα λεπτόν επεκράτησεν απόλυτος σιγή· θα ημπορούσα ν' ακούσω ένα φύλλο ή ένα φτερό που πέφτει.

Το πότισαν! Η ιδέα η ασφαλής πλέον, ότι εμάγευσαν τον υιόν του, εξιλέωνεν αυτόν ενώπιον της πατρικής εξουσίας, της φοβεράς αυτής δυνάμεως. — Χάρισμά σου, βρε! Τω λέγει τότε αποφασιστικώς· και αφίνων άλλον ένα ευρύν αναστεναγμόν από τα βάθη της καρδίας, του, ως ανακουφιζόμενος από αφορήτου άχθους. — Άιντε, και να φύγης! Να μη σε ιδούν τα μάτια μου!

Ένας γέρων ναύτης έβγαλε τότε ένα βαθύτατον αναστεναγμόν και εφώναξεν· ημείς είμεθα χαμένοι· ενθυμούμε μίαν φοράν να ήκουσα να διηγούνται διά τούτο το βουνόν, και να λέγουν πως αυτό είνε θανατηφόρον εις όλα τα καράβια, που από κακή τους τύχην ήθελαν πλησιάσει εις αυτό· επειδή και ωσάν έλθουν υποκάτω εις αυτό το βουνόν, κρατιούνται εκεί ωσάν από μίαν μαγείαν, και δεν ημπορούν να έβγουν πλέον διά να ξεμακρύνουν, και ούτως εκεί χάνονται.

Ο μικρός Κλώσος τα είδεν όλα αυτά, και ελυπήθη διά το κρύψιμον των φαγητών και ανεστέναξε. Ο γεωργός ήκουσε τον αναστεναγμόν του και εφώναξε: — Ποίος είναι εκεί επάνω; Και είδε τον μικρόν Κλώσον. — Τι θέλεις εκεί; Έλα κάτω! Ο μικρός Κλώσος του είπε ποίος ήτο, και πώς έχασε τον δρόμον του, και τον παρεκάλεσε να τον αφήση να ξενυκτήση εις την οικίαν του.

Η ευχαρίστησις ετούτης της ελευθέρας ζωής με έκαμε να δοθώ εις κάθε κραιπάλην, τόσον που με έκαμε να λησμονήσω τον πόνον της Τζελίκας, μα κάποτε δεν έλειπα που να μην εβγάζω από κανένα αναστεναγμόν δι' αυτήν, οπόταν την ενθυμούμουν.

Ο Κουλούφ εις αυτήν την είδησιν δεν ηθέλησε ούτε απόκρισιν να του δώση, και ακολούθησε διά να ευφραίνεται με την Δηλαράν· μα αιφνιδίως αγροίκησε να του παύση η χαρά, και μία θανατηφόρος θλίψις τον επερικύκλωσεν, και με αναστεναγμόν είπεν· αχ, Κυρά μου, καταλαμβάνω που οι εδικοί σου βιάζονται διά να μας χωρίσουν.

Και εκεί που εστοχαζόμουν μεν να την εξυπνήσω, βλέπω εκεί επάνω εις μίαν πλάκα κάποια γράμματα σκαλισμένα. Εγώ εμβήκα εις υποψίαν, μήπως και εις εκείνην την πλάκα στέκει κρυμμένη καμμία μαγεία, και ηθέλησα διά να την ανασείσω από εκεί και, ευθύς που την εσήκωσα εκείνη η νέα εξύπνησε με ένα μέγαν αναστεναγμόν.

Ο γέρων βλέποντάς τον αναστεναγμόν που έκαμα, και τα λόγια που του είπα, δεν ηθέλησε να με ξαναρωτήση άλλο· αλλά εβγάζοντας από την σακκούλαν του έξ φλωρία μου τα έβαλεν εις χέρι και ανεχώρησεν. Έμεινα εκστατικός διά την γενναιότητά του και δεν ημπορούσα τι να στοχασθώ δι' αυτόν τον γέροντα.