United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η βασιλοπούλα δεν έλειψε που να δώση πίστιν και εις ετούτο το ψεύμα, και ούτω με την ευγλωττίαν μου της εσήκωσα κάθε υποψίαν, και εχαρήκαμε καθώς εποθούσα και εκείνην την νύκτα. Εβγήκα πάλιν από το παλάτι εις το τέλος της νυκτός διά τον φόβον να μην ξεσκεπασθώ, ότι εγώ είμαι ένας ψευδοπροφήτης. Εξαναγύρισα πάλιν την ερχομένην νύκτα.

Ενθυμούμαι ότι ευρέθην κείμενος επί του στρώματος, ύπτιος, ασθμαίνων• και, άνωθέν μου, κλίνων την κεφαλήν ο πατήρ μου μ' ερράντιζε με ύδωρ ψυχρόν. Ενθυμούμαι ότι ησθάνθην βάρος επί του στήθους πολύ, και τότε μόνον συλλογισθείς τον σάκκον έφερα την χείρα εις τον κόλπον μου και τον εσήκωσα από το στήθος. Ενθυμούμαι το μειδίαμα του πατρός μου, ότε τω παρέδωκα τον σάκκον.

Και πάλι προς το ουρανό Εσήκωσα το 'μάτι Και πάλι, πάλι έπεσα Σε συλλογή μεγάλη, Σε συλλογή, που μ' έφυγεν Ο νους μ' απ' το κεφάλι, Κι' ο ύπνος μεςτη συλλογή Μ' επλάνεψε κομμάτι. Τα θολωμένα 'μάτια μου Δεν πρόφθασα να κλείσω, Κ' ύπνος τα πλάκωσε βαρύς, Βαθύς 'σάν το σκοτάδι, Κ' είδα ένα όνειρο φρικτό· Πώς βγήκε απ' το λαγκάδι Ωχρόλευκο ένα Φάντασμα· Το συλλογιούμαι. . . . φρίσσω!

Και εκεί που εστοχαζόμουν μεν να την εξυπνήσω, βλέπω εκεί επάνω εις μίαν πλάκα κάποια γράμματα σκαλισμένα. Εγώ εμβήκα εις υποψίαν, μήπως και εις εκείνην την πλάκα στέκει κρυμμένη καμμία μαγεία, και ηθέλησα διά να την ανασείσω από εκεί και, ευθύς που την εσήκωσα εκείνη η νέα εξύπνησε με ένα μέγαν αναστεναγμόν.

Εγώ τότε του εζήτησα θέλημα και εμίσευσα, και υπήγα εις το κονάκι, και την εσήκωσα και την έφερα μέσα εις ένα κοτζί, που ο πατέρας της επιταυτού το έστειλε. Δεν ημπορώ να περιγράψω την μεγαλωτάτην αγαλλίασιν και ευφροσύνην, που αμοιβαίως έδειξαν οπόταν ανταμώθηκαν ο βασιλεύς με την θυγατέρα του.

Εσήκωσα και το φέσι μου κομμάτι παραπάνωεσυνήθιζεν ο καπετάν Κωνσταντής να το φορή πάντοτε μέχρι των ώτων και των οφθαλμών. — Να σου πω, καπετάνιο μου, απαντά ο φύλακας. Καλό είναι για σε το φέσι σου, αλλά για το λιμενάρχη δεν είνε διόλου καλό. Εκτός αν θέλης να παρουσιασθής για καρβουνιάρης. Και εξεκαρδίζετο από τα γέλοια διηγούμενος το επεισόδιον τούτο ο καπετάν Κωνσταντής.

Ολίγα λεπτά ακόμη, αφού η έμμονος ιδέα κατίσχυσεν, έμεινα χωρίς να κινηθώ. Διατί; Δεν ησθανόμην ακόμη το θάρρος, δεν ετόλμων να κάμω την αναγκαίαν προσπάθειαν. Μία απελπισίαμία απελπισία χωρίς προηγούμενονμε ηνάγκαζε να θέσω τέλος εις την μακράν μου αναποφασιστικότητα, να σηκώσω τα βαρειά καλύμματα των ματιών μου. Τα εσήκωσα. Ήταν σκοτάδι, θεοσκόταδο.

Η θερμότης ταχέως ηυξήθη και μίαν φοράν ακόμη εσήκωσα τα μάτια, τινασσόμενος από τρομερόν πυρετόν. Η φυλακή μου υπέστη νέαν μεταβολήν και η μεταβολή απέβλεπε πασιφανώς εις το σχήμα του υπογείου. Όπως και την πρώτην φοράν, δεν κατώρθωσα ν' αντιληφθώ αμέσως ό,τι συνέβαινεν. Αλλ' η αμφιβολία αυτή δεν ήτο μακράς διαρκείας.

Μέχρις εκείνης της στιγμής περιέφερα το χέρι μου πέριξ του πιάτου. Αλλ' οι ποντικοί συνηθίσαντες εις την ομοιόμορφον αυτήν κίνησιν έπαυσαν να την φοβούνται πλέον. Η αναίδειά των δε έφθανε να μου δαγκάνουν τα δάκτυλα. Με ό,τι απέμεινεν από το λιπαρόν κρέας ήλειψα το σχοινί μου, εφ' όσον έφθανε το χέρι μου. Έπειτα εσήκωσα το χέρι μου επάνω από το έδαφος και έμεινα ακίνητος, κρατών την αναπνοήν μου.

Βεζύρη, ημείς εδιώξαμεν την αληθινήν βασίλισσαν, και εκρατήσαμεν μίαν κακότροπον γυναίκα που επήρε την ιδίαν της μορφήν με την μαγείαν της· πλην τούτης της μιαράς της εσήκωσα την ζωήν και χρεωστώ να κάμω το ίδιον και με αυτόν τον επίβουλον που επήρε με τον ίδιον τρόπον την μορφήν μου.