United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επάλαιψες από την αυγή ως το βράδυ. Περσότερο δεν ημπορούσες· ήταν θέλημα Θεού· τι να γίνη; Συλλογίσου πως έχεις γυναίκα πίσω, παιδιά... — Γυναίκα, παιδιά!... εψιθύρισε, σαν να το άκουε πρώτη φορά. Η τύχη τους ήταν κι' εκεινών. Εφτώχηνα τρία σπίτια· τι θέλω να ζήσω περισσότερο... Να ρημάξω κι' άλλα; Ως τόσο εσηκώθηκεν ορθός. — Τράβα, μου λέγει, και θα έρθω.

Πριν κάμωμεν τον σταυρόν μας εσηκώθηκεν ο Κωστής. Αλλά το υποζύγιον θα επήγεν εκεί προς ανατολάς, εις το σύσκιον μέρος, ανάμεσα εις λόχμας και φράκτας, και δεν το εβλέπαμεν. Ανάγκη να τρέξη ο Κωστής, διά να το ανακαλύψη κάπου. Αλλά θα ήτο μεγαλειτέρα ευκολία, είς να κρατή το κηρίον, και άλλος να έχη τας χείρας ελευθέρας διά να συλλάβη το ζώον άμα το εύρισκε.

Θέλεις τόρα να πάρω το μπαλντά και να τη χωρίσω στη μέση ; Και αγριοπρόσωπος εσηκώθηκεν ορθός, εγύρισε τα μάτια του ζερβόδεξα σαν να εζητούσε το καταραμένο τ' όργανο. Είδα πως ήταν καλό να πάρη τέλος η κουβέντα μας. Ήθελα όμως και να τον πειράξω λιγάκι, να χαρώ με την απελπισία του. — Τι τα θέλεις αυτά· εψιθύρισα. Το Σμαρώ με παίρνει γιατί μ' αγαπά. — Σ' αγαπά! εκείνη σ' αγαπά! . Εσένα!. χμ!.

Είπε και το γλυκύτατο κρασί συγκέρνα εκείνος, και εις όλους γύρω εμέρασε• κ' εκείθ' όπου καθίζαν των μακαρίων των θεών εσπόνδισαν εκείνοι• 55 μόνος τότ' εσηκώθηκεν ο θείος Οδυσσέας και δίκουπον επρόσφερε ποτήρι της Αρήτης, κ' εκείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• «Χαίρε μου, ω βασίλισσα, ολοζωής, ως νά 'λθη το γήρας και ο θάνατος, οπ' όλους περιμένουν• 60 αναχωρώ τώρα και συτο σπίτι τούτο χαίρου τα τέκνα, τον λαόν και τον Αλκίνοον βασιλέα».

Κουκουβάγια!... Εσηκώθηκεν από τη θέσι του και ήρθε να την ιδή από κοντά. Μα εκείνη καθώς εψήλωσα το χέρι μου να δείξω φρου!... έκαμε κ' επέταξε πέρα. Ο καπετάν Κρεμύδας ακολούθησε για κάμποση ώρα το τρεμουλιαστό πέταγμά της κ' έπειτα, σαν να μην είχε δύναμι να γυρίση στη θέσι του, εκάθησε σωρός απάνω στο αμπάρι.

Εκείνος εκατάλαβε πως τα είχα σαστισμένα και δεν εσηκώθηκεν από τη θέσι του· μόνον με ακολουθούσε μ' ένα βλέμμα, μελαγχολικό, παραπονιάρικο σαν να μ' έβλεπε στο νεκροκρέβατο. Την άλλη την ημέρα μ' έμπλεξε που επήγαινα με τους ναύτες στην πόλι. Μόλις τον αγνάντεψα ηθέλησα να κρυφτώ· αλλ' από μακριά τόσο προσταχτικό ήταν το νόημά του που τα πόδια αρνήθηκαν ν' ακούσουν τη θέλησί μου.

Το χαμόγελο έσβυσε στα χείλη του κ' εχαλκοπρασίνισε σαν την οχιά. Α, δεν τα σηκώνει ο Μίμης αυτά! Ό,τι κάνουν οι άλλοι, καλά καμωμένα. Μα αυτόν δεν θέλει να τον πειράζει κανείς. Αψύς εσηκώθηκεν απάνω και ήρθε κατάμπροστα στον θερμαστή, βάζοντας τα χέρια στη μέση του, σαν να τον επροσκαλούσε στο πάλαιμα. — Α, στο διάβολο, είπε, σαλιάρη, που δεν ξέρεις τι λες.

Εις το τέλος, χωρίς να προφέρη μίαν συλλαβήν, την έσπρωξε με βίαν από κοντά του και της επέταξε κατάμουτρα το ποτήρι γεμάτο από κρασί. Το πτωχό κορίτσι εσηκώθηκεν όπως ημπορούσε καλύτερα, και χωρίς να βγάλη ούτε ένα αναστεναγμόν, επήρε την θέσιν της εις τα κάτω της τραπέζης. Επί ένα λεπτόν επεκράτησεν απόλυτος σιγή· θα ημπορούσα ν' ακούσω ένα φύλλο ή ένα φτερό που πέφτει.