United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το χαμόγελο έσβυσε στα χείλη του κ' εχαλκοπρασίνισε σαν την οχιά. Α, δεν τα σηκώνει ο Μίμης αυτά! Ό,τι κάνουν οι άλλοι, καλά καμωμένα. Μα αυτόν δεν θέλει να τον πειράζει κανείς. Αψύς εσηκώθηκεν απάνω και ήρθε κατάμπροστα στον θερμαστή, βάζοντας τα χέρια στη μέση του, σαν να τον επροσκαλούσε στο πάλαιμα. — Α, στο διάβολο, είπε, σαλιάρη, που δεν ξέρεις τι λες.

Τρίτην φοράν, καθώς εις το πάλαιμα, ετοιμάζετο ο Ευθύδημος να ρίψη καταγής τον νέον αλλά εγώ επειδή τον είδα καταπονεμένον πλέον και ήθελα να τον ξεκουράσω, διά να μη χάση όλως διόλου το θάρρος του, του είπα διά να τον εγκαρδιώσω: — Μην παραξενεύεσαι, Κλεινία, από αυτό το είδος της συζητήσεως, εις το οποίον είσαι ασυνήθιστος· διότι ίσως δεν ημπορείς να εννοήσης ποίος είναι ο σκοπός των φίλων μας εδώ μ' αυτά που κάνουν με σένα· κάνουν δηλαδή το ίδιον ό,τι και οι Κορύβαντες όταν υποβάλλουν εις την τελετήν του ενθρονισμού εκείνον που πρόκειται να μυήσουν εις τα μυστήριά των· και εκεί, καθώς θα γνωρίζης ίσως, αν έχης μυηθή, αρχίζουν με κάτι χορούς και άλλα τέτοια παιγνίδια· έτσι και αυτοί τώρα δεν κάνουν άλλο, παρά να χορεύουν και να πηδούν γύρω σου αστειευόμενοι, διά να σε μυήσουν κατόπιν.

Όθεν ο βασιλεύς έλαβε μεγαλωτάτην ευχαρίστησιν εις τα τοιαύτα δώρα· εις βαθμόν που έβαλε διαλαλητάς εις όλον του το βασίλειον, διά να συντρέξη όλος ο λαός να ιδούν τοιαύτα τερατώδη και παράδοξα ζώα της φύσεως, που εις εκείνον τον τόπον ποτέ δεν εφάνησαν· και διά τούτο εδιώρισεν ο βασιλεύς εκείνος να γίνεται εις την πρώτην εκάστου μηνός μία πάνδημος πανήγυρις, που να συνάζεται ο κόσμος από όλον του το βασίλειον διά να θεωρούσι, τόσον το πάλαιμα των λεονταριών με τας παρδάλεις και άλλα ζώα, όσον τα παιγνίδια του Τζουντζέ με το άλογόν του, που ήτον το πλέον χαροποιότερον θέαμα του τόπου.

Κ' εστύλωσε τα μάτια ζωηρά, ολόψυχα, με κάποια δίβουλη έκφρασι σαν να ήθελε να τα καλοπιάση και να τα ημερώση για να του είνε προστατευτικά, σαν να ήθελε να τα φοβερίση και να τα ζητήση στο πάλαιμα. Εκείνα όμως σκοτεινογάλαζος τοίχος ψηλός, στρωτός, ομιχλωμένος, έστεκαν εμπρός στον ορίζοντα σαν να του απαντούσαν: δεν έχει πόρο εδώ! Και ο δύστυχος εδείλιασε. — Τα Μπουγάζια! εψιθύρισε πάλι.

Ώρες βάσταξε, το πάλαιμα, κι' ο φονιάς, βλέποντας, ότι δε μπορούσε να βάλη χέρι στο άψυχο κορμί και ν' αρπάξη τους κόπους και τους ίδρους τεσσάρων χρόνων, αναγκάστηκε ν' απομακρυνθή και να φύγη. Εννοείται, ότι αν ο φονιάς είχε ένα πιστόλι, θα ξαπλώνονταν κι' ο Γκεσούλης νεκρό στο πλάγι τ' αφέντη του. Αλλά οι δολοφόνοι δεν αγαπούν τα βροντερά όπλα και πάντα προτιμούν το βουβό μαχαίρι.