United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα βουνά μοιάζουνε σα να είταν από ατσάλι καμωμένα κι αχτινοβολούνε. Κάτασπρη η στράτα. Περπατείς και το βήμα σου δεν τακούς. Σωπασιά μεγάλη παντού μεριά. Πού είσαι, και συ πια δεν το ξέρεις· ξεχνάς πως υπάρχει ζωή, θαρρείς πως είσαι φάντασμα, και που βαδίζεις μέσα στο φεγγάρι, στα βουνά του και τους γκρεμνούς του, μέσα στο φως του.

Σου έτυχε καμμιά φορά εις την θάλασσα, παπά μου, να φυσάνε οι καιροί από παντού, γύρω-γύρω, και να μη ξεύρης τι καιρός είνε, τι καιρός θα στερεώση, και να σαστίζης, και να μη ξεύρης τι να κάμης; Το ίδιο συμβαίνει τώρα εις εμένα και έξω εις την στεριά. Μάγια από δω, μάγια από κει! Και να μη ξεύρης ποιος τάκαμε. Ότι είνε καμωμένα μάγια εις αυτήν την δουλειά, δεν έχω αμφιβολίαν.

Το χαμόγελο έσβυσε στα χείλη του κ' εχαλκοπρασίνισε σαν την οχιά. Α, δεν τα σηκώνει ο Μίμης αυτά! Ό,τι κάνουν οι άλλοι, καλά καμωμένα. Μα αυτόν δεν θέλει να τον πειράζει κανείς. Αψύς εσηκώθηκεν απάνω και ήρθε κατάμπροστα στον θερμαστή, βάζοντας τα χέρια στη μέση του, σαν να τον επροσκαλούσε στο πάλαιμα. — Α, στο διάβολο, είπε, σαλιάρη, που δεν ξέρεις τι λες.

Άλλαξε ως τόσο κάπως κι αυτό το σύστημα λίγο αργότερα. Σε τρεις περίοδες τη χώρισαν τη Βυζαντινή την αρχιτεχτονική. Πρώτη περίοδο, της Βασιλικής . Ελληνορωμαϊκά χτίρια αυτά, πρώτα χτισμένα για δικαστήρια ή για παρόμοιους δημόσιους σκοπούς, κι αργότερα καμωμένα εκκλησιές. Είδος μισή εποχή που λες και μετάβαινε ο κόσμος από τον παλιό στο νέο ρυθμό.

Μια 'μέρα που δεν είξευρα τι διάβολο να κάνω τα δάκρυά μου σε βαθύ εστράγγισα ποτήρι, και μια και δυο 'στόν Χημικό τα 'πήγα Χρηστομάνο και κάνε μου, παρακαλώ, του είπα, το χατήρι να ταναλύσης και να 'βρης πώς είναι καμωμένα, για να μην κλαίω 'στό εξής κι' εγώ εις τα χαμένα, Κι' ο Χημικός μ' απήντησε «αυτά, ξερό κεφάλι, δεν είναι άλλο τίποτε παρά χλωρούχον κάλι».

Για σπηλιά των Νυμφών ήταν ένας μεγάλος βράχος, από μέσα βαθουλός και απ' έξω στρογγυλός· τα αγάλματα των Νυμφών αυτών ήτανε καμωμένα από πέτρα. Ήταν ξυπόλητες· τα χέρια τους γυμνά ίσαμε τους ώμους, τα μαλλιά ίσαμε το λαιμό ριγμένα, ζώνη γύρω στη μέση, πρόσωπο γελαζούμενο. Όλο τους το φτιάσιμο ήτανε σαν να χόρευαν στη σειρά. Η καμάρα της σπηλιάς ήτανε το πιο μεσιανό μέρος του μεγάλου βράχου.

Εκείνοι επεδοκίμασαν την απάντησιν, ην είχε δώσει ο γέρο- Απίκραντος. — Ό,τ' κάμ' ς, μπαρμπα-Γιώργη, καλά καμωμένα, είπε και ο Κώστας ο Άγγουρος. Όσον διά τον γερο-Λευθέρην τον Κουσερήν, ούτος δεν έπαυσε να τραγουδή τα παλαιά μερακλήδικα τραγούδια του. Ιδού εν ολίγοις περί τίνος επρόκειτο.

Μόλις οι δούλοι κατορθώνουν να την κρατήσουν να μη κρεμασθή, και της αρπάζουν από το χέρι το σπαθί που θέλει να τρυπηθή. Τόση είναι η λύπη της και τόσον αναγνωρίζει ότι όσα έκαμε πριν δεν ήσαν καλά καμωμένα. Εγώ λοιπόν εκουράσθηκα να την εμποδίζω να κρεμασθή. Πηγαίνετε τώρα και σεις μέσα και προσπαθήσατε να την αποτρέψητε από τον θάνατον.

Τα ψαράκια με τα γυαλιστά των πτερούγια ήλθαν γύρω της και την συνώδευσαν, έπειτα επροσκάλεσε εκείνα τα ελαφρά έντομα, όσα μοιάζουν ότι είνε καμωμένα από τούλι κεντητό, και διάφορα άλλα ζωύφια με ζωηρούς χρωματισμούς ήλθαν και έστησαν τους χορούς των επάνω από τα άνθη και επάνω από ήσυχα ποταμάκια· και πώς υπήκουον την Νεράιδα!

— Κ' ύστερα, τι απόγεινε; Πες μου τα όλα, σαν να είμαι πνεμματικός, γιατί εγώ, ξέρεις, τον περισσότερον καιρό έλειπα απ' την πατρίδα, και δεν τα παρηκολούθησα καλά. — Φαίνεται ότι δεν του είχαν καμωμένα μάγια, μόνο ο ίδιος είχε πέσει στον έρωτα, κ' η Αγία, σαν δεν ήτον από μάγια, δεν μπορούσε με το στανιό να του αλλάξη τα μυαλά, γιατί μοναχός του και θέλοντας έβαλε σεβντά μέσα του.