United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όταν εις τας στιγμάς εκείνας τας μεγαλοπρεπείς εσήμαινεν η καμπανίτσα του υπό του ανέμου κινουμένη, θαρρείς κ' εκρούετο ο κώδων μπάρκου κλυδωνιζομένου, αναγγέλλων τον κίνδυνον. Ήδη αληθινοί θρήνοι έφθανον εκ του λιμένος επάνω εις τον βράχον του ναΐσκου.

Ο προκομμένος ο αρχιμανδρίτης εκεί που με το ένα χέρι σκούπιζε τα δάκρυά του, με το άλλο είχε σηκώσει με τρόπο το ράσο του κ' έδειχνε στους άλλους μισούς τα πισινά του. Ο θεομπαίχτης! Κι' όταν τον έκραξα να τον επιτιμήσω, να τον φτύσω στα μούτρα, τι θαρρείς πως είπε, ο αθεόφοβος: «Αν έδειξα τα πισινά μου, τάδειξα στην πόρτα και στους κολασμένους, τους αγιογδύτες.

Μπορούμε να βλέπωμε την αυγή με του Σέλλεϋ τα μάτια, και όταν περιπλανιόμαστε με τον Ενδυμίωνα η Σελήνη ερωτεύεται τα μάτια μας. Δική μας είναι η αγωνία του Άτυος και δικά μας η αδύναμη μανία και ο ευγενικός πόνος του Δανού. Θαρρείς πως είναι η φαντασία που μας κάνει ικανούς να ζούμε τις αναρίθμητες αυτές ζωές; Και βέβαια που είναι η φαντασία· και η φαντασία είναι αποτέλεσμα κληρονομικότητος.

Μακρά, στενή, στιλάδο σκαρί, φορτωμένη διά Κωνσταντινούπολιν η σκούνα, ήτο αραγμένη εις τον ευρύν, τον ακύμαντον λιμένα, με τους υψηλούς δύο ιστούς της, ακινήτους ως τρόπαια. Με τα πανιά μαζευμένα, δεμένα εις τας θέσεις των, εις τα σταυροειδή πενά, έτοιμα, θαρρείς, εις μίαν πνοήν, πνοήν ελαφράν, ν' ανοίξουν, να γλυστρίσουν, μαλακά-μαλακά, ως νεφέλαι, λευκός πέπλος του Γάμου.

Όπισθεν αυτού, συνεσταλμένον, γαλανόχρουν, το έρημον Πιπέρι, με τ' άφθονα καυσόξυλά του και το ασκητικόν μετόχι του, οίκημα, θαρρείς, των μιαρών αμφιβίων. Κ' εμπρός-εμπρός ιδού η Ψαθούρα, μακρά, ομαλή, ηπλωμένη επί των κυμάτων, ως Αλεξανδρινή ψίαθος, με τον πύργον του φανού της εν μέσω, ως ιστόν πλοίου μακρόθεν φαινόμενον, πλοίου αγκυροβολήσαντος δι' άγνωστον αιτίαν εν μέσω εκεί του πελάγους.

Για ποιους λες; μ' ερώτησεν ο καπετάνιος. — Για τους σκύλους. Κ' ερρίχτηκα πάλι με τα δυνατά μου στην τρόμπα. — Όρεξι που την έχει ο Καληώρας· είπεν ο καπετάνιος γελώντας· θαρρείς και θέλει να την ξαραθυμίση. Ως τόσο το μπάρκο ήρθε μία βόλτα κ' έπεσε δίπλα μας, δεκαπέντε οργυιές μακριά. Μα βλέπω άξαφνα τον καπετάνιο να γυρίζη στον τιμονιέρη. Μια τιμονιά και το παίρνει σοταβέντο.

Α' ΑΝΗΡ Μα να σε καταστρέψη ο Ζευς! Β' ΑΝΗΡ Αυτοί θα καταστρέψουν εσένα. Κι' άνθρωπος θαρρείς που έχει τα μυαλά του θα φέρη και θα μοιρασθή με άλλους τα καλά του; Αυτό δεν ήταν έθιμο καθόλου των πατέρων μας, και μοναχά να παίρνουμε υπήρξε το συμφέρον μας.

Μα καθώς εσήκωσα τα μάτια σύγκρυο μ' έπιασε. Καλά το έλεγαν οι γέροντές μας. Τι ο διπίθαμος Αράπης! τι Γοργόνα και τι Άριστος! Τούτο είνε το θαύμασμα! Οι ρίζες του μελαψές, λεπιδοντυμένες έσφιγγαν Βριάρεως χέρια το μάρμαρο, έμπαιναν στις σχισμές, εβύζαιναν τους μαστούς, αγκάλιαζαν τ' αγκωνάρια, εγάτζωναν τις ποδιές του ένα σώμα θαρρείς και μια δύναμις ακαταγώνιστη.

Κινείται, τέρας αμφίβιον, κινείται μετ' αυτού και ο φωτεινός κύκλος ηρέμα, περιηγούμενος την ακτήν την βραχώδη, αναβαίνων, καταβαίνων, ως μετέωρον από του ουρανού καταπεσόν, ως φλοξ από του κύματος αναδύσα, την κύκλω βραχώδη ακτήν ζωογονήσασα, ης οι απότομοι σκόπελοι, μετακινούνται, θαρρείς, φωσφορίζοντες, δαιμόνια από το επάνω υψούμενον γυμνόν Κουρούπι κατακρημνισθέντα, να πνιγώσιν εις τα πέλαγος.

Και ετράπη προς τα κηράδικα ο Μπάρμπα-Σταυρής, ενώ κατόπιν του έφθανον θρηνώδεις και πένθιμοι οι βραχνοί της ροκάνας του Σπύρου κροταλισμοί, θαρρείς κ' έκρωζον μαύροι κόρακες άνω του λευκού άστεως, μοιρολογούντες την τελευταίαν ημέραν του έτους.