United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο γέρος ο βασιλιάς και η γρηά η βασίλισσα τόχανε μαράζι στην καρδιά τους. Μα το βασιλόπουλο δεν άκουγε ούτε ορμήνειες ούτε παρακάλια. Κάθε αυγή έπαιρνε το τουφέκι του στον ώμο και τραβούσε στους λόγγους και τα βουνά.

Έτσι νεράιδα εγίνηκε του Ήλιου η αγάπη, Ο Ήλιος είχε και ταχυά κάποια κρυφήν ελπίδα, Κ' έρχεται, τρέχει 'ςτά βουνά, ψηλά του Απάνου-Κόσμου, Για ναύρη την αγάπη του να της μιλήση πάλι. Κι' όλον τον Κόσμο σαν γυρνά και σαν διαβαίνει ολούθε, Και δεν την βρίσκει πουθενά, ούτε σιμά 'ςτήν βρύση, Καρδοκαμένος ροβολά 'ςτό έρμο του βασίλειο· Κ' η λύπη του σαν σύγνεφο περνά 'ςτό μέτωπό του...

Βιβλία πλουσίως δεδεμένα, τετράδια μουσικής και ιχνογραφήματα ήσαν σκορπισμένα επάνω εις τηv μεγάλην τράπεζαν· η θύρα του εξώστου ήτο ανοικτή προς την λίμνην, η οποία ωραία εξετείνετο έξω και ήτο τόσον στιλπνή και ήρεμος, ώστε τα βουνά της Σοβοΐας με τας πόλεις, τα δάση και τας χιονισμένας κορυφάς των κατωπτρίζοντο μέσα ες το υδάτινον αυτό κάτοπτρον ανεστραμμένα.

Μα γρήγορααργά θα λυώσουν μιαν ημέρα τα χιόνια στα βουνά, θα κατεβάση το ρέμα κλωθογύριστο και θα συνεπάρη στον θυμό του και τη φτελιά τη γειτόνισσα. Τι σου φταίη ο πόταμος; Έτσι φροντίζει να δικαιολογηθή στην ταραγμένη συνείδησί του ο καπετάν Λαχτάρας. Μα δεν την ησυχάζει καθόλου. Δεν την ησυχάζει γιατί και ο Τρακάδας δεν ησυχάζει στον τάφο του.

Ήθελα νάμουν τσέλιγγας, νάμουν κ' ένας σκουτέρης, Να πάω να ζήσωτο μαντρί, 'ς την ερημιά, 'ς τα δάσα, Νάχω κοπάδι πρόβατα, νάχω κοπάδι γίδια, Κ' έναν σωρό μαντρόσκυλλα, νάχω και βοσκοτόπια Το καλοκαίριτα βουνά και τον χειμώτους κάμπους. Νάχω από πάλιουραν βορό και στρούγγα από ροδάμι.

Είδα μπρος μου τα βουνά, που μύριες φορές ήσαν το αντικείμενο των επιθυμιών μου.

Τα επιστέφοντα τας παραλίας βουνά μόλις διεκρίνοντο πλέον ως άμορφοι συγκεχυμένοι όγκοι επί του σκοτεινού ορίζοντος.

Πρώτος μάστορης στα καράβια. Δικό του ταρσανά, εργαλεία δικά του, κερεστέ βουνά, δουλευτάδες, κοπέλια. Φαμίλιες φάγανε ψωμί κοντά του. Καλφάδες καζαντίσανε. Καλός άνθρωπος με τόνομα. Άγιος κι' αυτός σαν τον πατέρα του. Ψυχικά όσα θέλεις. Το ψωμί να πάρη απ' τα παιδιά του να το δώση στους ξένους.

Την έσυρε όξω από τ' αμπέλι σ' έναν όχτο πρασινοντυμένο. Περίγυρα τα βουνά ψήλωναν γαλάζια και διάφανα σαν αχνοκάμωτα. Απάνου σε μια κορφή τους το Ερωτόκαστρο, με τα χρυσά του τείχη και τους διαμαντένιους πύργους του έλαμπε, σα να πλουτίστηκε με δεύτερο ήλιο η πλάση.

Αμέτρητα ο Κιουταχής σέρνει μαζύ του ασκέρια, Και κατηβαίνει απ' τα βουνά του Πίνδουτην Ελλάδα 'Σάν μαύρα σύγνεφα βαρηά, που σβύνουνε τ' αστέρια Και κάθε αχτίδα φεγγαριού και κάθε αντηλιάδα, 'Σάν σύγνεφο που ανοίγει Τους τρίσβαθους τους κόρφους του κι' ό,τι κι' αν εύρη πνίγει, Και του Μεχμέτ Αλή πασά ο νιος απ' το Μωρηά, Ο Ιβραήμ ο Αραπάς, πηδάειτη Στερηά, 'Σάν κύμα της πατρίδας του, της Μπαρμπαριάς το κύμα.