United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι βιολιτζήδες, βλέποντας τον κόσμο νάρχεται ακατάπαφτα, έκαμαν να παίξουν. Να δόσουν και το σύνθημα στο Σαντουριέρη απόξω. Ήταν πια καιρός να πα να κατεβάση, την Κυρά, — που τόσοι εκεί ακαρτερούσαν ανυπόμονα, να τήνε καμαρώσουν, — μάτια μου! Έπαιξαν ένα κομάτι. Ύστερ' άλλο ένα. Γοργοί, πεταχτοί, ολόχαροι ξαπλώθηκαν οι πρώτοι ήχοι.

Μ' αυτό λοιπόν τον τρόπο ξέσπασε το Γοτθικό εκείνο το σύννεφο και διαλύθηκε πρι να κατεβάση φοβερώτερους κεραυνούς στην Ανατολή. Γραφτό της είταν της Δύσης να τους παραλάβη αργότερα. Εκεί μεριά λόγιαζαν όσοι από τους Γότθους ονειρευόντανε μεγαλεία και δόξες, εκεί κι ο Αλαρίχος, που λες κι ο Θεός τονέ φώτισε και τονέ ζούλευε το Γαϊνά αντίς να τονέ βοηθάη.

Κάτι μούλεγε το πονετικό εκείνο το πρόσωπο, τα κατάμαυρα μάτια του, που γλυκαστράφτανε στου λυχναριού τις αχτίδες, το ήμερο και στοχαστικό του χαμόγελο, κάτι που μ' αποτραβούσε, και στη ψυχή του μέσα γύρευε να με κατεβάση, να γνωρίσω τα φυλλοκάρδια του, και να μάθω τον κρύφιο του πόνο. Τέλος, καθίσαμε στο φαγεί. Μονάχα οι άντρες όμως.

Οι συνομήλικοί μου επήγαν όλοι κ' επήραν προκαταβολή από τον γέρο Μορφονιό τον μεγαλέμπορο. Επήραν τα λεφτά και με ρητή συμφωνία να τους κατεβάση με τα παιγνίδια στο καράβι όταν θα έφευγαν. Μ' εμέθυσεν η κακή παρακίνησι κ' επήγα μαζί τους. Ο μεγαλέμπορος μου εμέτρησε δύο «άγκουρες» κ' έναν «παπού»· μου έδωκε ακόμη και «νι φεούκ» για τρατάρισμα. Όλα μαζί χίλιες εκατόν εικοσιπέντε δραχμές.

Ο Ταχίρ μεγαλόσωμος, υψηλά κρατών το φοβερόν χαρμπί του, έσπευδε να το κατεβάση από του ώμου μέχρι της κοιλίας κ' ήδη επλάκωνεν επάνω του αρματωλού ως κατάμαυρο σύγνεφο φέρον την καταιγίδα επί της αβράς χλόης λειβαδίου. Ο Ζάχος πρώτην φοράν επί της ζωής του ερρίγησεν ήδη.

Τραβούσε μοναχά την άκρη της μύτης του με τα δυο του δάκτυλα, σαν να ήθελε να την κατεβάση περισσότερο, να τη χώση στο στόμα του. Ο λοστρόμος άφριζε από το κακό του. — Βρε Φλώκο παιδί μου, τη μύτη σου τραβάς; Εμείς χανόμαστε κ' εσύ το χαβά σου; Βρε κατάλαβες πως χανόμαστε; Και πού να ποδίσης τώρα, δε μου λες πού να ποδίσης! Ο Γερο-Φλώκος τσιμουδιά. Δος του και τη μύτη του.

Μα γρήγορααργά θα λυώσουν μιαν ημέρα τα χιόνια στα βουνά, θα κατεβάση το ρέμα κλωθογύριστο και θα συνεπάρη στον θυμό του και τη φτελιά τη γειτόνισσα. Τι σου φταίη ο πόταμος; Έτσι φροντίζει να δικαιολογηθή στην ταραγμένη συνείδησί του ο καπετάν Λαχτάρας. Μα δεν την ησυχάζει καθόλου. Δεν την ησυχάζει γιατί και ο Τρακάδας δεν ησυχάζει στον τάφο του.

Ο καπετάν Μπισμάνης δεν ήταν ώρα να φανώ εμπρός του και να μη μου φωνάξη γελώντας: — Ε, Καληώρα· δεν πας λίγο να δουλέψης την τρόμπα; Τέλος εκατεβήκαμε στις Δήλες. Ο Θεός να το κάμη λιμάνι! Όσο τον έχει στο σορόκο καλά· άμα όμως τον πάρη τρεμουντάνα και κατεβάση ο Τσικνιάς ουδέ βάρκα δεν μένει μέσα.

Κατά το νέον έτος λοιπόν και κατά την αρχήν της ανοίξεως θα λάβουν τα επίχειρα της κακίας των διά του φοβερού μου κεραυνού. Η και κυανέησιν επ' οφρύσι νεύσε Κρονίων. Διά δε τον Μένιππον, είπεν έπειτα, αποφασίζω τα εξής• να του αφαιρεθούν τα πτερά, διά να μη μας έλθη και πάλιν εδώ, να τον παραλάβη δε ο Ερμής και να τον κατεβάση εις την γην σήμερον.

Ή μην ήθελαν να κάμη έτσι το χέρι του και να τον κατεβάση σωρόκουβάρι από το ψήλωμα; Ο σκοπός είνε να μη φτάση κανείς σε τέτοια. — Κύριε λέησον, μωρέ, το σταυρό σας!.. εφώναξε με λύσσα αντιπατώντας το πόδι του. — Κύριε ελέησον!... Κύριε ελέησον!.. Κύριε ελέησον!.. . εβγήκε τρανταχτό απ' όλα τα στόματα του λαού. Ο φοιτητής αλαφιάστηκε σα να βρυχήθηκε θάλασσα τριγύρω του.