United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΚΡΕΟΥΣΑ Ως εδώ η ευτυχία φθάνει, ω άγνωστε, μα δεν τραβά κι' ακόμη παρά πέρα. ΙΩΝ Αυτά που λεν' οι άνθρωποι αληθινά είνε τάχα; Πες μου, για όνομα θεού! ΚΡΕΟΥΣΑ Για ποιό ρωτάς, ω ξένε; πες μου να μάθω. ΙΩΝ Απ' τη γη εβγήκε του πατέρα σου ο πρόγονος; ΚΡΕΟΥΣΑ Αληθινά• ο Ερεχθόνιος ήταν αλλά το γένος τι ωφελεί; ΙΩΝ Η Αθηνά τον έβγαλεν από τη γη;

Αυτός λοιπόν διά να δείξη περιφρόνησιν προς τους Έλληνας, εβγήκε από την παράταξιν, επήδησε εις το μέσον και επροκάλει οποίον ήθελε να μονομαχήση μαζή του. Οι άλλοι, οι λοχαγοί και οι ταξίαρχοι και αυτός ο διοικητής μας, αν και δεν ήτο δειλός άνθρωποςείχαμεν αρχηγόν τον Αρίσταιχμον τον Αιτωλόν, άριστον ακοντιστήν, εγώ δε ήμουν ακόμη χιλίαρχοςεπτοήθησαν.

Τώρα η Βασίλισσα τόσο είχε αδυνατίσει, που το δαχτυλίδι εβγήκε χωρίς την παραμικρή προσπάθεια. Στη θέσι του ο Βασιληάς έβαλε το δαχτυλίδι που του είχε χαρίσει άλλοτε η Βασίλισσα.

Εσυγκινήθηκαν κ' εφρικίασαν απ άκρη σ' άκρη της παιδικής αχόρταγης περιέργειας τα τρελά τα φουσάτα. Εβγήκε ο Σαντουριέρης μπροστά, κρατώντας τη λάμπα ψηλά στα χέρια. Το χαγιάτι εφωτίστηκε πλούσια στο ξάστερο φως της λάμπας. Έλαμψαν οι τοίχοι του σπιτιού την καθάρια απάνω την ασπράδα τους.

Ο Κιαμήλης εβγήκε, και άργησε να έλθη, μα δεν είναι τίποτε. — Δόξα σοι ο Θεός! είπον τότε εγώ, αναπνεύσας. Εφοβήθην μην ησθένησεν. Αφού είναι καλά, θα έλθη όπου και αν είναι. — Δόξα σοι ο Θεός! επανέλαβεν η γραία στενάζουσα βαθέως. Και ως εάν ήτο υπερβολική ζέστη, ήνοιξε το γιασμάκιόν της πλέον ή ότι το έκαμε μέχρι τούδε ενώπιόν μου, και ήρχισε να αερίζηται διά της μιας αυτού άκρας.

Ο Καλίφης επιθυμούσε μετά χαράς να σταθή και το υπόλοιπον της νυκτός εις το να στοχάζεται εκείνα τα πλούτη· μα ο Αμπτούλ έλαβε βίαν διά να έβγη πριν εξυπνήσουν οι δούλοι του και τον καταλάβουν, και ούτως επήρε τον βασιλέα και του ξανάδεσε τα μάτια και εβγήκε με τον ίδιον τρόπον που εμπήκαν, και ήλθαν εις τους οντάδες που ήταν πρώτον.

ΧΟΡΟΣ Τον είπ' εκείνος Ίωνα, γιατ' ήτανε κι' ο πρώτος οπού με τον πατέρα εδώ συναπαντήθη• ποια μάννα τον εγέννησε, να σας ειπώ δεν ξέρω• Μα για να μάθης, γέροντα, όσα κ' εγώ γνωρίζω, σου λέω πως εβγήκε αυτός και πάει να θυσιάση, για του παιδιού τη γέννησι και τη φιλοξενία, μέσ' στης σκηνές της ιερές απ' τη γυναίκα του κρυφά, και με το νέο του παιδί να κάνη ένα τραπέζι.

Τότε κι’ ο Γάννος άπλωσε το κουρασμένο χέρι Κι’ έκοψε το θαματουργό Βοτάνι της Αγάπης, Πούχε λουλούδια σα φλωρί και φύλλα σαν ασήμι, Κι’ αμέσως εκατέβηκε πο τον γκρεμό τον μέγα, Κρατώντας μες στα χέρια του τ’ αγκύστρι της Αγάπης, Κι’ έτρεξε πάλε ακράτητος, χωρίς στιγμής ανάσα, Επάνω σ’ όρη και βουνά, πλαγιές και μονοπάτια, Λειβάδια και νεροσυρμιές και κάμπους και λαγκάδια Και πήγε κι’ ηύρε ξαφνικά την ξακουσμένη Μάρω Να πλένη τα ποδάρια της σε κρουσταλλένια βρύση, Πούχε ασημένια κάνναλη και μαρμαρένια γούρνα, Και τη στιγμή, που έστρεψε τα μάτια της τα μαύρα, Να ιδή ποιος ήρθε πίσω της ή γνώριμος ή ξένος, Της έρριξε κατάμουτρα τ’ αλάθευτο βοτάνι, Κι’ άμα τη πήρε η ευωδιά, κι’ η μοσκοθολημάδα, Εχαμογέλασε γλυκά κι’ εβγήκε από τη βρύση, Την αγκαλιά της άνοιξε, γεμάτη καλωσύνη, Και του είπε μ’ αγκαλλιασμό και με μεγάλη χάρη : — Μεγάλο θάμα!

Μα καιρούς καιρούς τον βλέπεις και αγριεύει, και τον πιάνει μια ανησυχία και δεν χωρεί μέσα στα ρούχα του, και δεν ηξεύρει τι κάμνει! Έτσι και σήμερα. Την ώρα που εμείς ήμεθα πίσω στον κήπο με την Ατσιγγάνα, εμβήκεν έξαφνα σαν τον τρελλό στο σπίτι, άρπαξε κάτι τι από τ' αρμάρι κ' εβγήκε κ' έφυγε. Εμείς δεν τον είδαμε.

Τότε ο βασιλεύς βλέποντας το αμετάθετον της γνώμης του, τον απέστειλε λέγοντάς του· σύρε εις την κατοικίαν σου, στοχάσου καταλεπτώς τον κίνδυνον της ζωής σου, συμβουλεύσου με τους φίλους σου, και αύριον έλα εδώ με άλλην απόφασιν. Ο Καλάφ εβγήκε πολλά θλιμμένος, που δεν έλαβε το ποθούμενον εκείνην την ημέραν.