United States or Burkina Faso ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' ο Άρης οδηγούσε αφτούς, η Αθηνά τους άλλους, κι' ο Φόβος και το Σκιάξιμο κι' η λυσσασμένη Αμάχη, 440 η αδερφή και βλάμισσα του θνητοσφάχτη τ' Άρη, που πρώτα μικροσταίνεται, μα σε κομάτι αγγίζει τον ουρανό με την κορφή, τη γης με τα ποδάρια, πούρηξε μίσος άσβυστο και τότε ανάμεσό τους και τρέχοντας μες στο στρατό τους πλήθαινε τα πάθια. 445

Κι' η γληγορόποδη Ίριδα σιμώνει και την κράζει «Για σήκω, νύφη μου καλή, κι' έλα να δεις κομάτι 130 δουλιές, που δε σ' τις βάνει ο νους, των Αχαιών και Τρώων· που πρώτα αφτοί σφαζόντουσαν δίχως σπλαχνιά στον κάμπο κι' άγριο διψούσαν πόλεμο, μα τώρα χωρίς μάχες ήσυχοι στέκουν, στις λαμπρές ακουμπισμένοι ασπίδες, κι' έχουν σιμά τους μες στη γης μπηγμένα τα κοντάρια. 135 Και τώρα ο πολεμόχαρος Μενέλας με τον Πάρη για σένα παν να χτυπηθούν με τα μακριά κοντάρια, κι' όπιος νικήσει, τέρι του αφτός θα σε κερδίσει

Και βάζει για το δέφτερο βόδι παχύ μεγάλο, 750 και για τον τρίτο ενάμισυ μαλαματιού κομάτι. Και στάθηκε όρθιος κι' έκραζε στων Αχαιών τη μέση «Ελάτε τώρα τρέξιμο, κι' ομπρός όσοι βαστάτεΕίπε, κι' εφτύς σηκώθηκε ο γοργοπόδης Αίας, γιος τ' Οϊλιά, σηκώθηκε κι ο γνωστικός Δυσσέας, 755 κατόπι κι' ο Αντίλοχος, του γέρου ο γιος Νεστόρου, γιατί όλους πάλε αφτός τους νιους στο τρέξιμο νικούσε.

Και για κυβέρνα του ο λαός και γης καλό κομάτι του χάρισε απ' τα διαλεχτά, μ' αμπέλι και χωράφι. 195 Μα όταν κι' αφτόν τον μίσησαν όλοι οι θεοί κατόπι, 200 αφτός γυρνούσε έτσι έρημος στο Γυριστόνε κάμπο. και με καημένη την καρδιά τ' απόμερα ζητούσε. 202 Κι' εκείνη τρία τούκανε παιδιά, η βασιλοπούλα, 196 τον Ίσαντρο, κι' Απόλοχο, τη Λαοδάμη τρίτη.

Κάθεται πολλή ώρα εκεί και κάτω από το χινοπωριάτικο φως μιλεί με κάποιον, που δεν τον βλέπει κανείς. Λέει του αμαξά, που στέκει κοντά στο μνήμα, να φύγη κι αυτή σκύβει και μαζεύει στο μαντήλι της χώμα από τον τάφο. Έπειτα βγάζει από μια μικρή τσάντα ένα κομάτι μαύρο μεταξωτό παννί, βελόνα, κλωστή και ψαλλίδι. Κόβει το παννί και ράβει ένα μικρό σακκουλάκι.

Ωστόσο ο Αχιλέας καρδιά 'χει, μα δε χλίβεται, δε μας πονάει κομάτι. 665 Για στέκει πια ως να καίγουνται κοντά στ' ακροθαλάσσι τα πλοία από φωτιά άσβυστη, ενώ παραλυμένους κι' εμάς μας σφάζουν σαν τραγιά; Τι εγώτί θες; — δεν έχω πια μες στο γέρικο κορμί το νέβρο πούχα πρώτα.

Να μπορούσα λοιπόν και γω να γίνω ένα κομάτι κουπί που φέρνει τόσους ναύτες στην ευτυχία και στη ζέστη της αγκαλιάς σου, ή ένα πανί για να οδηγώ στο λιμάνι, ή ένα σύννεφο ομίχλη που κατακάθισε στην πολιτεία και πέρασεν από το ανοιχτό παράθυρο της κάμαράς σου! Μα η ψυχή μου έχει γεράσει, και τα βουνά αρχίσανε να γερνούνε μαζί μου. Είναι η μοναξά που τα γέρασεν όλα. Μ' αν ερχόσουνε μια στιγμή!