United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την διέκοψε δε η είσοδος του Μανώλη, ο οποίος είχε το χρωματιστό μαντήλι εις τον ώμον και κλωνίσκον βασιλικού εις ταυτί. Αλλ' άμα είδε τον πατέρα του, έσπευσε ν' αφαιρέση από ταυτί του τον βασιλικόν, εσοβαρεύθη και εκάθησεν εις ημιφωτισμένον μέρος, κατά την παλαιάν του συνήθειαν. — Πού 'γύριζες, μωρέ, τέτοια ώρα; του είπεν ο Σαϊτονικολής.

Πήρα το μαντήλι της, έκοψα το κοντό μου, το βρακί μου και βούλωσα τα ξύλα. Μα τι το θέλης, η καταχνιά έστεκε πάντα και το μονόξυλο ούτε μπρος ούτε πίσω τόρα. Δε βλέπαμε τι γίνουνταν. Πέρασαν ώρες κι ώρες. Μας πήρε η αυγή φαίνεται γιατί άσπρισε γύρω μας η καταχνιά. Θάρρεψα πως θάβαζε κάνα βορριδάκι να μας πετάξη σε τίποτα μάζες, σε τίποτα φύκια, σε καμμιά καλαμιά.

Θα πιούμε δροσερό νεράκι αχόρταγα, θα γελάσουμε μ' αγάπη και μ' άδολη χαρά, θα κόψουμε κλωνάρια ανθισμένης λυγαριάς, και θα τραβήξουμε ακόμα το δρόμο μας. Θα σφογγίσω τον κουρνιαχτό των λουστρινιών σου με το μαντήλι μου, και θα πάρουμε το μονοπάτι του δάσους. Θα μπούμε μέσα. Το μυστήριο, οι σκιές του θα μας πλημμυρίσουν τη ψυχή, θα μας μεθύσουν. Η φύση ολάκερη θ' αναγεννάται εκεί μέσα.

Με το σακκούλι τους κρεμασμένο στον ώμο ο καθένας, μ' ένα κόκκινο μεταξωτό μαντήλι στο λαιμό, κρατημένοι με τα χέρια στους ώμους δυο δυο, τρεις τρεις, μισομεθυσμένοι, μισοσαστισμένοι, τραγουδώντας, φωνάζοντας, σωριάζουνταν στις βάρκες με τα μάτια περίλυπα γυρισμένα προς τη στεριά.

Χιλιάδες χάραις έταξε, και εγύρεψεν απ' όλαις Μετάξι απ' της Πεντάμορφης Νεράιδας το κοκούλι, Αίμ' από κόρη πάρθενη, και γλιώσσα από όφιο αστρίτη. Ταύραν αυταίς και τάφεραν και πήρανε το τάμμα. Με το μετάξι η μάγισσα ύφαν' ένα μαντήλι. Τώβαψε με φειδόγλωσσαις και με παρθένας αίμα Και τρεις φοραίς το ξόρκισε, τώκαμε μαγεμμένο.

Κάποια κοντοστεκόταν για να πετάξει ένα μικρό νόμισμα στους ζητιάνους και ο αέρας ανέμιζε τις άκρες από το κεντημένο μαντήλι της. Ο Έφις περίμενε τον ντον Πρέντου. Κατέβαιναν οι γέροντες πατριάρχες, οι σιωπηλές γυναίκες, οι νέοι με τα ευκίνητα πόδια, οι μικροί βοσκοί με θλιμμένα από τη μοναξιά μάτια∙ ο ντον Πρέντου όμως δεν φαινόταν πουθενά. Ο Έφις περίμενε.

Αμέσως η ντόνα Έστερ κατέβηκε τις σκάλες δένοντας το μαντήλι της, έτοιμη να κάνει το διερμηνέα στους δυο αρραβωνιασμένους, ανάμεσα στους οποίους συχνά δημιουργούνταν παρεξηγήσεις επειδή η Νοέμι προσβαλλόταν με το παραμικρό και τα έπαιρνε όλα στραβά παρά την καλή θέληση του ντον Πρέντου.

Έβγαλε την ασημένια ταμπακιέρα, την κούνησε, την άνοιξε και την πρόσφερε πρώτα στην ντόνα Έστερ, έπειτα στην ντόνα Ρουθ και τέλος στην ίδια την Καλίνα. «Ωραίο παλικάρι, ντόνα Έστερ, αλλά προσοχήΣήκωσε το ράσο για να ξαναβάλει στην τσέπη την ταμπακιέρα και ξαναδίπλωσε και έστριψε το τιρκουάζ μαντήλι του χτυπώντας τις άκρες του στο στήθος. «Ντόνα Έστερ, προσοχή.

ΤΟ ΜΑΓΕΜΜΕΝΟ ΜΑΝΤΗΛΙ κ. Ευαγ. Γ. Ζαλοκώστα Ώρα γλυκειά της χαραυγής όπου ξυπνάει η πλάσι, Οπού γλυκαγκαλιάζεται το φως με το σκοτάδι.

Ακόμη και η γυναίκα με τα γλυκά έκλεισε τα κουτιά της που απόμειναν γεμάτα και αγανακτισμένη άρχισε να μιλά με τους ζητιάνους. «Δεν άξιζε τον κόπο που κάναμε τόσο δρόμο! Γιορτή της συμφοράς, αδέλφια μου!» «Δεν τα βγάζουμε πια πέρα», είπε ο γέρος, άδειασε τα κέρματα σ’ ένα μαντήλι και ξαναέβαλε το καπέλο στο κεφάλι.