United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν χτύπησε ο ήλιος στα βουνά, οι φορτωμένοι πληθυσμοί έφτακαν στην κορφή του χωριού. Κ' ύστερ' από λίγην ώρα, που ξεφορτώνονταν αυτοί στο περιαύλι της εκκλησίας, η χρυσές του αχτίδες στεφάνωναν τα ιδρωμένα και περήφανα μέτωπά τους.

Την έσυρε όξω από τ' αμπέλι σ' έναν όχτο πρασινοντυμένο. Περίγυρα τα βουνά ψήλωναν γαλάζια και διάφανα σαν αχνοκάμωτα. Απάνου σε μια κορφή τους το Ερωτόκαστρο, με τα χρυσά του τείχη και τους διαμαντένιους πύργους του έλαμπε, σα να πλουτίστηκε με δεύτερο ήλιο η πλάση.

Ας δουλέψουμε για όλους, ας δουλέψουμε και για τους ζαβούς, τους ζουλιάρηδες, τους κουφούς και τους στραβωμένους. Ας τους αγαπήσουμε, να μας αγαπήσουν ίσως και κείνοι. Η καλοσύνη μας να γίνη βουνό, που να μη βλέπουν οι κακοί την κορφή της.

Δεν πέρασε όμως πολλή ώρα κι' ήρθε ο παπάς, και κάθησε στην κορφή της στιας, κι' αφού τράβησε μια γερή ρακή με το παγούρι, κι' έπιε και τον καφέ, που του είχεν έτοιμο η γριά, και κύκλωσαν όλοι το καταφορτωμένο το τραπέζι από χριστουγεννιάτικα φαγητά, έβαλε το βλογητό: « Χριστέ ο Θεός ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν. » αλλά πριν τελειώση το βλογητό του, «μπουμ» ακούστηκε μια ντουφεκιά στην εξώθυρα. «Μπουμκι' άλλη μια.

Και όμως ήταν πεταγμένο στην κορφή ενός βράχου και ήσαν τ' ακανόνιστα δόντια των πετρών επίβουλα χωμένα μέσα στα ξύλα της καρίνας του· και ήσαν τα ξύλα της καρίνας του απελπιστικά σφιλιασμένα μέσα στα λακκώματα και τις σχισμάδες της πέτρας. Ούτε νερό ούτε άνεμος ημπορούσε να περάση αποκεί.

Έτσι περνούσε όλον τον καιρό του, δρασκελώντας βράχους και γκρεμνά, και δεν ήτανε τόπος στο μεγάλο του βασίλειο, που δεν τον ήξερε, δεν ήτανε κορφή που δεν την είχε πατημένα, δεν ήτανε λόγγος που δε χάρηκε τον ήσκιο του, δεν ήτανε ρεματιά που δεν τον δέχτηκε κι' ακρογιαλιά που δεν τον είδε. Τόμορφο βασιλόπουλο ήτανε βασιλιάς αληθινός στο βασίλειό του.

Κι' οχ το φόβο μη του φύγη Αν τα φέρη αυτός τη γύρα, Εστοχάστη στο κυνήγι Ν' αποκλείση πάσα θύρα. 320 Στην κορφή οχ τον καθρέφτη Απηδόντας ανηβαίνει· Της κοιλιάς καβάλλα πέφτει Και του λόγου του συσταίνει· Διο απέδω, διο απέκει 325 Τα ποδάρια του κρατάει· Με μεγάλην έγνια στέκει, Μουλυχτά παραφυλάει.

Κάτω του τα βουναλάκια του Βατραχονησιού και του Σταδίου μ’ ένα κομμάτι απ’ το μαρμαρένιο φέγγος, με λίγη πρασινάδα στον Αρδηττό πάνω από το Μετς, και με τα σπιτάκια των Παντρεμενάδηκων ανεβασμένα απανωτού για να δουν έναν ανεμόμυλο στην κορφή, αφημένον έρημο με τα φτερά βγαλμένα.

Καθώς πολλοί άνθρωποι της Τέχνης, αγαπούσε παραπολύ τη Φύση. «Τρία πράματα, λέει κάπου, μ' αρέσουν εξαιρετικά: να κάθωμαι τεμπέλικα πάνω σε μια κορφή, που έχει αποκάτω πλούσια θέα· να κάθωμαι στον ίσκιο ψηλών δέντρων, ενώ γύρω λάμπει ο ήλιος, και ν' απολαιβαίνω μοναξιά με τη γνώση πως τριγύρω υπάρχει γειτονιά.

Ο Αρβανίτης ο Γιάννης, σαν τον ανατράνισε από την κορφή ως τα πόδια, του λέει : — Ωρέ, να μη λάθεψε και σ' έπιακε με κάναν τράγο η μάνα σου στη στάνη; Ο πιστικός εγέλασε πάλι βλακίστικα χωρίς να ειπή λόγο. — Είνε μεγάλο το χωριό σου, ωρέ; Του κάνει πάλι ο Αρβανίτης. — Κασαμπάς, σαν τα Γιάννινα. — Όχι δα, λάθεψες, σαν την Πόλη ήθελες να πης, του λέει γελώντας ο Πολιάνος.