United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την Πέφτη το πουρνό στες 25 του μηνός βρεθήκαμαν δίχως σπίτια, δίχως τίποτας. Όποιος πρόφταινε και γλύτωνε τίποτας, γλύτωσε. Οι άλλοι μείναμαν ζάρκοι κ' έρμοι. Χαιρετίζοντας τότε για πάντα με δάκρυα τα καϋμένα τα Γιάννινα, πήραμαν τα βουνά. Άλλοι πήγαν κατά τα Κούρεντα κ' άλλοι κατά τα Ζαγόρια.

Κ' εσυγχίζονταν κ' επαρδάλωναν κατά τους σωρούς η φορεσιές κ' η φυσιογνωμίες των χιλιάδων εκείνων. Κ' είχεν ολομπροστά του ο παρατηρητής σχεδόν όλες τες ενδυμασιές κι όλες τες φυσιογνωμίες των λαών της Ηπείρου. Όχι βέβαια γιατί φρόντισαν να κατεβούν τούτοι κατευθείαν από τα μέρη τους στο πανηγύρι. Αλλά γιατί τυχαίνουν να βρίσκωνται καθημερινώς στα Γιάννινα μέσα.

Την ώρα εκείν' η γυναίκα του είχεν αποκουβαλήσει τα στερνά σακκιά του ρυζιού από τον οβορό στο κατώη και πήρε να ποτίση στον ποταμό τ' άλογο. Το γιο του τον είχε στείλει από την αυγή στα Γιάννινα με δυο φορτώματα ρύζια.

Τώρ' αν το ρωτήσης τον Κώστα Θόδωρο για τα Γιάννινα: «Φεύγα, γιε μ', θα σου πη, από δαύτα, μη μπης εκεί μέσα τι θα πεθάν'ς. Μια ψύχα μπήκα 'γω μέσα μια βολά όλ' όλ' 'ςτή ζωή μ' και πήγε να μ' πιαστή η ανάσα. Φεύγ' από δαύτα μακριά. Βνο και πάλε βνο. Στάν' και πάλε στάν'». — Κ' εγώ το 'χω ακουστά για τον Κώστα Θόδωρο, λέει ο Πολιάνος. — Να σας μολογήσω 'γώ άλλο ένα. Λέει ο Μπαρμπούτας.

Ζηλεύω την παλληκαριά, δεν τη φθονώ σαν άλλους... Κι' όταν εγώτα Γιάννινα, εσέ, το υιό τ' Ανδρούτζου, Του Καραΐσκου το παιδί, το Θώδωρο το Γρίβα, Με τάλογά σας έβλεπα να λάμπετετον ήλιο, Ν' ανεμοστροβιλίζετε, σας εχαιρόμουν, Διάκε, Κ' έλεγα μέσα μου κρυφά, ένας Θεός το ξέρει, Νάμουν εγώ το σύγνεφο και σεις ταστροπελέκια... Καλός καιρός οπούτανε!... Τώρα και σας κ' εμένα Μας άρπαξε το σύφλογο και ξεζευγαρωμένους Μας δέρν' η ανεμοριπή... Θέλεις να ζήσης, Διάκε;...

τα Γιάννινα, τον καιρό του Αλήπασσα, ο Καραϊσκάκης, νειός ακόμα, χόρευε μια φορά μ' άλλα παληκάρια. Ενώ έσερνε, μπροστινός, τον Τσάμικο, κ' έκανε πολλές γύρεςτον τόπο , όπως λεν, πέρασε την ιδία στιγμή ο Μουχτάρ πασσάς, γυιός τον Αλήπασσα. Η φουστανέλλα του Καραϊσκάκη σηκώθηκε τον ανήφορο καί φάνηκαν τα πλιάτσικα . Ο Μουχτάρ πασσάς πειράχτηκε. Πήγετον πατέρα του και παραπονέθηκε.

Του γέννησε η 'Λένη Αγγέλους δυο, και πέρναγαν ζωή χαρητωμένη. Της Ρούμελης την όχεντρα, το γέρο τον Αλή Τον ξέγραψε ο Σουλτάνος του, τον είπε φερμανλή, Κεφάλι σήκωσε ο Αλής, και την Αρβανιτιά του Μαζεύονταςτα Γιάννινα γύρευε τα χαρτιά του.

Έχει και μια στενή πλακοστρωμένη αυλή γύρω. Ήτον η 23 Τρυγητή, μέρα τ' Αϊγιαννιού, και το μοναστήρι πανηγύριζε. Γι' αυτό τα κελλιά όλα κ' η κρεββάτες του, κι η αποθήκες και τα χαμώγια κ' η αυλή κ' η εκκλησιά ακόμα μέσα ήταν πέρα πέρα πιασμέν' από πλήθη προσκυνητών, οπούχαν συμμαζωχτή εκεί μες απ’ τα Γιάννινα κι απ' τα χωριά ολόγυρα. Φτάσαμ' εκεί νύχτα εμείς.

1830, Τρυητή πρώτη . Απέθανεν ο εν Κυρίω μακάριος Βενέδικτος δεσπότης του Γιαννίνου. Τον ίδιον καιρό διορίστηκε κι ο γιος του Βαλή Ρεσίτ ο Ιμήν-πασάς Βαλής στα Γιάννινα. 1831, Άι-Ταξιάρχη 18 , μέρα Τετράδη. Εφώναξε το Δεσπότη ο Κεχαγιά- μπέης και τον πρόσταξε να βγάλη όξω από το σπίτι τη φαμιλιά του Δημήτρη Μωραΐτη.

Κατά τ' Αγρίνι κάτω Βρίσκει του Πίνδου του Σουλίου τον κόσμο το φευγάτο· Βρίσκει τον Κώστα πούχ' εκεί τη φαμηλιά του φέρει Και παίρνει τη γυναίκα του και τα παιδιά του παίρνει. Να φύγη ο Κώστας δε 'μπορεί και πέφτει προσκυνάει. Τον ξέρει από τα Γιάννινα για πρώτοντο κυνήγι Και με τους άλλους σκλάβους του ο 'Μέρης δεν τον σμίγει, Μόνο να κυνηγάη Για το σουφρά του τον κρατεί και τον καλοταγίζει.