United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


&1830, Τρυητή πρώτη&. Απέθανεν ο εν Κυρίω μακάριος Βενέδικτος δεσπότης του Γιαννίνου. Τον ίδιον καιρό διωρίστηκε κι ο γιος του Βαλή Ρεσίτ ο Ιμήν-πασάς Βαλής στα Γιάννινα. &1831, Άι-Ταξάρχη 18&, μέρα Τετράδη. Εφώναξε το Δεσπότη ο Κεχαγιά- μπέης και τον πρόσταξε να βγάλη όξω από το σπίτι τη φαμιλιά του Δημήτρη Μωραΐτη.

Καλως τακάνετε! καλησπέρα, Θανάση με τη φαμίλια σου!, έκραξεν ο Λάμπρος με την λιγυράν και θωπευτικήν φωνήν του και με την μελισταγή ευπροσηγορίαν του. — Καλως τον κυρ-Λάμπρο με την παρέα του. — Ε; είμαστε για νάμαστε; — Μα βέβαια . . . Εσείς δεν εφανήκατε κανένας σας, ούτε σεις, ούτε οι άλλοι . . . Είπα κ' εγώ μαθέ, γιατί δε μου μιλεί κανένας; . . . Να μη μ' πη κανένας ένα λόγο; . . .

Χαίρετε, νύφη και γαμπρέ με πεθερό το Δία, χαίρετε! κι άμποτε η Λητώ, που τα παιδιά φροντίζει, πολλά παιδιά, καλά παιδιά στους δυο σας να χαρίση κ' ίσην αγάπη και στους δυο να στείλ' η Αφροδίτη, κι ο Ζευς να κάνη αμέτρητο κι αμέτρητο το βιος σας για νάνε πάντα ατέλειωτο και πάντα να πηγαίνη από φαμίλια αρχοντική σ' αρχοντική φαμίλια.

Στο σπίτι του κυνηγού είταν πολλοί άντρες, γυναίκες και παιδιά, αλλά το Γκεσουλάκι, αν κι' αγαπούσε όλη τη φαμίλια κι' όλο το σπίτι, κι' όλα τα ζώα του σπιτιού, ως και τες κόττες ακόμα, γιατί μια μέρα ρίχτηκε να ξεσκίση ένα γειτονικόν πετεινό, που κυνηγούσε ένα πετεινάρι του σπιτιού, και πρόφτασε να του βγάλη μόνο την ουρά, αγαπούσε όμως πλειότερο απ' όλους κι' απ' όλα τον κυνηγό.

Η φαμιλιά μ', όξ' από λόου σου, βγήκε την νύχτα προς νερού της, όξ απ' το καλύβι, κυρά Γιαννού μ', κ' εγύρισε 'πίσω κακά κι' αδέξια . . . Ντούρμα βγήκε, κ' εγύρισε μονοκοπανιά, χτυπημένη, ξεγλωσσασμένη, αγρούνιστη . . . Χτυπήθηκε, μακρυά από λόγου σου . . . Η γλώσσα της κρεμασμένη, όξ' απ' το σιαγόνι της, τη λαλιά της την έχασε, την ηύρε κακή θερμασιά και κρυάδα κι' ασπασμοί . . . Κείτεται στο στρώμα μισοπεθαμμένη!

Επερνούσαν τις καλές ημέρες κάτω από την ατράνταχτη στέγη τους, κοντά στη φωτιά, ανάμεσα στη φαμίλια τους. Όπως ο αμπελοφυτευτής το αμπέλι του ετρυγούσαν κ' εκείνοι το καλοκαίρι τη θάλασσα κ' εχαίρονταν τον χειμώνα τους καρπούς της άφοβα. Ήξευραν τη γιορτή και την καματερή τους. Είχαν καιρό να γνωρίσουν τη χαρά και να πενθήσουν τη θλίψι τους. Εμείς δεν έχουμε τίποτε απ' αυτά.

Το χτήμα κατακυρώθηκε στ' όνομά σου· να το χαίρεσαι. Τι μας φταίν' οι ξένοι σα δεν μπορούμε μεις να κυβερνηθούμε. — Δε γύρεψα παρά τα λεφτά μου, σε βεβαιώνω, είπε ο Κουρδουκέφαλος γυρίζοντας στο Δημητράκη. Εγώ, ξέρεις, τη φαμίλια σου την εχτιμώ· τους προγόνους σας τους θαμάζω. Ό,τι ανθρωπισμό έχουμε σήμερα σε κείνους τον χρωστάμε. Μα τι να κάμω; άνθρωπος είμαι και γω. Θέλω τα λεφτά μου να ζήσω.

Σαν αστραπή σου παραλεί τα σπλάχνα· σούχει τα δυο της μάγουλα νυχόσκιστα η γυναίκα, μένει η φαμίλια σου αρφανή· ρέβεις κι' εσύ και βάφεις το χώμα, μ' όρνια πιο πολλά παρά γυναίκες γύρω395 Είπε, και του Λαέρτη ο γιος παγαίνει εφτύς κοντά του και στέκει ομπρός του. Κάθησε τότε ο Διομήδης πίσω, κι' εκεί όξω απ' το ποδάρι του τη γλήγορη σαΐτα τράβαε, και πόνος τσουχτερός του διάβηκε τη σάρκα.

Μας έδωκε γάλα, γιαούρτι, χλωρό τυρί· ύστερα σαν εψήθηκαν τ' αρνιά, μας εφίλεψε ένα μεγάλο κομμάτι από παγίδια κι' από πλάτη, κ' εξεφαντώσαμε. Μία φαμίλια απ' την Πλάκα, που κάθισαν εκεί κοντά να ξεφαντώσουν, μας εγνώριζαν· μας έστειλαν ένα φλασκί γεμάτο κρασί, κ' ήπιαμε στην υγειά τους. Περάσαμε πολύ καλά ολημέρα. Το βράδυ γυρίσαμε στο σπίτι μας.

Στη στράτα που γυρίζαμε, δεν είχε νυκτώσει ακόμα πολύ, και βλέπω ένα μικρό κομπόδεμα χάμου. Σκύφτω, το μαζεύω, τ' ανοίγω και βλέπω που είχε μέσα τρία σβάντζικα. Η φαμίλια η Πλακιώτικη, που μας είχε φιλέψει το κρασί, μία γυναίκα με τον άνδρα της και με δυο παιδιά, είχαν ξεκινήσει κ' εκείνοι πεζοί ολίγο μπροστά από μας, κ' είχαν προπεράσει ως μία τουφεκιά τόπο.