United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την ώρα εκείν' η γυναίκα του είχεν αποκουβαλήσει τα στερνά σακκιά του ρυζιού από τον οβορό στο κατώη και πήρε να ποτίση στον ποταμό τ' άλογο. Το γιο του τον είχε στείλει από την αυγή στα Γιάννινα με δυο φορτώματα ρύζια.

Αι συγγενείς του γυναίκες ήρχιζαν να υποπτεύουν ότι η Ζερβούδαινα του είχε κάμη μάγια, ότι κάτι τον είχε ποτίση και τον ετρέλλανεν. Αλλά και τι να της ειπούν; Η χήρα ηδύνατο να στρέψη εναντίον των τας αιτιάσεις των, αφού η κόρη της δεν τον ήθελε και αυτός επέμενε να την παρενοχλή και να την καταδιώκη.

Οι Τούρκοι είχον ιδιαίτερα καφενεία και εις τα Χριστιανικά μετέβαινον μόνον διά να εύρουν ό,τι δεν εύρισκαν εις τα δικά των, τον οίνον. Τας καθημερινάς λοιπόν ο Σμυρνιός ήνοιγεν επί τινας ώρας την καφεταρίαν, όσον ήρκει διά να ποτίση τους πελάτας του, κατά δε τας άλλας ώρας επότιζε τα δένδρα του και εκαλλιέργει τους αγρούς του.

Αλλ' όταν ο ποταμός ποτίση αφ' εαυτού την γην και έπειτα αναχωρήση οπίσω, έκαστος ρίπτει τον σπόρον εις τον αγρόν του και εισάγει εις αυτόν χοίρους· αφού δε οι χοίροι καταπατήσωσι τον σπόρον, περιμένει έπειτα τον θερισμόν και έπειτα αλωνίσας διά των ιδίων χοίρων τον σίτον, τον κομίζει εις τας αποθήκας του.

Ήτο κανείς εξ αυτών όστις θ' άφηνε την βουν του, ή την όνον του να διψά, και δεν θα την έλυε να υπάγη εις την βρύσιν να την ποτίση εν ημέρα Σαββάτου; Ταύτην δε, θυγατέρα Αβραάμ ούσαν, την οποίαν είχε δέσει ο Σατανάς επί έτη δεκαοχτώ, δεν έπρεπε να την λύση εν ημέρα Σαββάτου ο των ψυχών και των σωμάτων Ιατρός; Προς το επιχείρημα τούτο του Χριστού ησχύνθησαν οι Αντίπαλοι, και εχάρη ο λαός διά τα έργα του ελέους τα δαψιλευόμενα προς χάριν του.

Ε, και να κάτεχα το γλυκό τόνειρο που νανούριζε την ώρα εκείνη τον κοιμάμενο κάμπο! Ακολούθησα τον αγωγιάτη με τα πράμματά του στη κοντινή βρύση που πήγε να τα ποτίση. Τότες ξυπνούσαν και τα πουλάκια στα δέντρα κι άρχιζαν τους κελαϊδισμούς των. Τότες ακούστηκαν και τα ορνίθια, από τα σκόρπια ολόγυρα καλύβια στα λόγγα και στα χωράφια ανάμεσα.

Αντί όλου του έξω κόσμου, τον οποίον είχα ιδικόν μου, μου έφεραν εδώ αυτό το χορτάρι και σε μαζή! Αχ, μ' ενθυμίζεις τι έχασα! Κάθε σου φύλλον μου είναι έν άνθος, και κάθε χόρτον μου είναι έν δένδρον. — Ας ημπορούσα να την παρηγορήσω, έλεγε μέσα του το χαμόμηλον. Εν τούτοις ενύκτωσε, και δεν ήλθε κανείς να ποτίση το φυλακισμένον πουλάκι.

Ξεπεδουκλώνει τ' άλογα και πάει να τα ποτίση. Ερρόδιζεν η ανατολή κι' ο αυγερινός τραβιώταν, Πάηνε στα οργώματα ο ζευγάς κι' η κοπελλιά στο πλύμα Και το πουλάκι ολόγλυκον κελαϊδισμό κρατούσε. Άκουγε ο γέρος το πουλί, τήραε τα κορφοβούνια, Ολογυρνούσε τα δεντρά, κ' έλεγε με τον νου του: — Καλότυχα, μωρέ δεντρά, που ζάτε χίλια χρόνια, Που ανθίζετε κάθ' άνοιξη και κάθε καλοκαίρι.

Ήδη δε ήρχετο να ποτίση τον ίππον του και να κατευθυνθή εις Ανδραβίδα, όπου τον ανέμενον οι σύντροφοί του. Αλλ' ο ίππος δεν ήθελε να πλησιάση εις το νερόν. Ήνοιγε τους οφθαλμούς, ανώρθου την χαίτην του, εκαμάρωνε την κεφαλήν, εφρύμαζε στρεφόμενος εδώ κ' εκεί κ' ετριπόδιζεν ωσεί διακρίνων κάτι μέσω των φυλλωμάτων και θέλων να υποχωρήση.

Ψυχήν αγνήν ωσάν τα κρίνα, των σπουργιτιώνε την αστοχασιά κι' όπως κι' εκείνα, από τον Κύριον να περιμένω να φροντίση και με τι θε να με θρέψη και με τι θα με ποτίση.