United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήμουν πρόθυμος να κάμω κάθε θυσία για να της εμποδίσω κάθε δυστυχία. Και πόσον θα ήθελα να πάω να την παρηγορήσω. Ας ήτο μεγάλη· η αγάπη μου θάταν πάντα η ίδια. Αλλά πώς να της πω τέτοια πράμματα, που, και μόνο να τα σκέπτωμαι, ντρεπόμουνα και μου φαίνοντανε τεράστια; Η μέρα που θάφευγα για την πόλη πλησίαζε κήμουν περίλυπος.

Εμείς πάντα σε καταπατούμε. — Όχι εμένα, διέκοψεν ο Μπάρμπα-Σταύρος, τον ελαιώνα μου. Ας είνε· δεν πειράζει. Αφήσανε τουλάχιστον της κουτσούραις τα γίδια; Ήτο και αστείος ο γέρων. — Ας είνε! εξηκολούθησεν. Όσο και αν φάνε τα πράμματα, θ' απομείνουν πάντα η ρίζαις. Και θα ξαναβλαστήσουν. Και εγέλασεν.

Οι σύντροφοι του με κολακίες και γλυκόλογα ζητούσανε να τον κρατούν ήσυχο. — Τα σκοτεινά πράμματα δε μ' αρέσουν εμένα· αν είνε γάμος θέλω κ' εγώ να ξέρω· εφώναζε δυνατά. Και εζήτηξε να σηκωθή, μα δυο σύντροφοι, ο ένας δεξιά κι' ο άλλος ζερβά, τον βαστάξανε. — Μην κάνης σαν παιδί, καϋμένε Στέφανε· ήντα σε κόφτει; ας κάμουν ό,τι θένε μέσα· βάλε να πιούμε. Και του εγέμισε το ποτήρι του.

Όταν είδε και τις γυναίκες, εξεστάθηκε κιαρώτησε τον πατέρα του τι ήσαν. «Αυτοί, παιδί μου, είν' οι δαιμόνοι», τούπε ο πατέρας του, για να τον φοβίση, γιατ' είδε πως τούκαμαν μεγάλην εντύπωσιν. Όταν εγύρισαν πίσω στον πύργον των, ο πατέρας του είπε: «Απ' όλα τα πράμματα που είδες στην πολιτεία, γυιέ μου, ποια σου άρεσαν καλλίτερα, για να σου τα φέρω;» — «Οι δαιμόνοι», αποκρίθηκε ο νέος αμέσως.

Κίντυνος, λέει; Ντιπ, καταντίπ, καθόλ'! Εγώ σας παίρνω απάνου μ', παπά! Μονάχα πως μπορεί να κρυώσετε, τίποτε άλλο. Θαρθή, θαρθή κ' η παπαδιά, θαρθή κι' άλλος κόσμος, πολύς κόσμος; Η βάρκα είνε μεγάλη, κατάλαβες, παίρνει και τριάντα νομάτοι, κη σαράντα νομάτοι, κη μ' ούλαις της κουμπάνιες σας, με τα σέγια σας, με τα πράμματά σας.

Κ' έτσι δεν επνίγηκες, Στέφανε; τώρα, θαρρώ, δεν επνίγηκες· επέρασ' η ανεμοζάλη; εγώ εκρύφθηκ' αποκάτου από τη γούνα αυτού του ψοφημιού, γιατί εσκιάχθηκα τον καιρό. Λοιπόν ζης, Στέφανε; Ω. Στέφανε, δύο Νεαπολίταις γλυτωμένοι! ΣΤΕΦΑΝ. Στη ζωή σου, μη μ' ανακατώσης τόσο το στομάχι· δεν βαστάω πάρα πολύ. ΚΑΛΙΜΠ. Τούτα είναι ψιλά πράμματα, μην ίσως είναι και πνεύματα.

Αναγκάστηκα τότε να της τα πω όλα. Έπειτα το μετάνοιωσα, γιατί πάλι καλλίτερες ήτανε η βρισιές παρά τα κλάμματα της δυστυχισμένης. Ένα-ένα αποπουλήσαμε τα λίγα πράμματα που μας απόμεναν, τα χαλιά, τους τετζερέδες, τα καλά ρούχα και αυτό το χρυσοκέντητο νυφικό μας πάπλωμα. Σου είπα πως δεν γνώριζα κανένα.

Η Πηγή ήρχισε να εννοή την μεταξύ των παρεξήγησιν και έγεινε κατακόκκινη. — Ας παντρευτούμε 'μείς, έλεγεν ο Μανώλης με ζωηρότητα απροσδόκητον, κιάς τελειώση το σπίτι ύστερ' από ένα χρόνο ... ας μη τελειώση και ποτέ. — Μα δεν μπορώ 'γώ να 'πω ταφέντη σου τέτοια πράμματα, είπεν η Πηγή κάτω νεύουσα. — Κιαμ' είντα θα του πης; — Να μη σε στενοχωρά στη δουλειά, μόνο να βάλη έναν αργάτη να σε βοηθά.

Μ' όλους χαίρεται φιλία Ο καθείς τον αγαπάει, Τον ζητάει μεταχαράς. Και γιατί τόση ευτυχία; Αφορμής γελοκαπάει, Κι' επειδή είναι μυταράς! Γ α σ τ ρ ί μ α ρ γ ο ς Σ' άλλα πράμματα θαρρώ. Οσους θέλω να ευρώ, Έναν μ' άλλον να συγκρίνω, Και σε λάθος να μη μείνω. Στη δική σου προκοπή Κάννας άλλος μην ειπή Εις της σφαίρας μας την πλάσι, Πως νά έφτασε, ή θα φτάσει.

Πέντε χρόνια, που λες! Στράγγισα στα πόδια μου. Ανήμερα τα Φώτα ήτανε, που μου μπήκε ο διάολος μέσα μου Βγήκε απ' τα νερά και μου μπήκε μέσα στα σωθικά μου. Γύριζα από ταξίδι. Τραβούσα το δρόμο κατά το σπίτι. Ζούσε ακόμα η συχωρεμένη η μάννα μου. Εκεί κατά το μαχαλά μας βλέπω κάτι κορίτσια στην πόρτα. Ποιος γύριζε να κυττάξη; Χορτασμένο το μάτι μας από τέτοια πράμματα.