United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ε, και να κάτεχα το γλυκό τόνειρο που νανούριζε την ώρα εκείνη τον κοιμάμενο κάμπο! Ακολούθησα τον αγωγιάτη με τα πράμματά του στη κοντινή βρύση που πήγε να τα ποτίση. Τότες ξυπνούσαν και τα πουλάκια στα δέντρα κι άρχιζαν τους κελαϊδισμούς των. Τότες ακούστηκαν και τα ορνίθια, από τα σκόρπια ολόγυρα καλύβια στα λόγγα και στα χωράφια ανάμεσα.

Σε βράχο απάνω καθούμενος, και ξανακλαίοντας του πατρός μου, του βασιλέα, το καταπόντισμα, άκουσα κ' εσιγοσίμωσε κοντά μου αυτή η μουσική απάνω στα κύματα, ημερώνοντας το θυμό τους και το πάθος μου με το γλυκό της ήχο. Από κει την ακολούθησα, ή, κάλλιο, μ' έσυρ' εκείνη. — Αλλ' εχάθη· όχι· αρχίζει πάλι. Ο Άριελ τραγουδάει.

Μπήκαμε μέσα, και βρήκαμε την καταπακτή που οδηγούσε στην σκάλα, αλλά μας ήταν πολύ δύσκολο να την σηκώσουμε, γιατί ο πρίγκιπας την είχε σφραγίσει με το ασβεστοκονίαμα που είχε φέρει μαζί του. Πρώτος πήγε ο θείος μου και τον ακολούθησα. Όταν φτάσαμε στο τέλος της σκάλας, βγήκαμε σε ένα προθάλαμο γεμάτο με τόσο πυκνό καπνό, που δεν μπορούσαμε να δούμε σχεδόν τίποτα.

Τέλος ένας Πορτογάλλος μπαρμπέρης έδειξε κουράγιο: ξανάραψε το δέρμα μου· ακόμα κ' η γυναίκα του με φρόντισε· σηκώθηκα στο πόδι μέσα σε δεκαπέντε μέρες. Ο μπαρμπέρης μου βρήκε δουλιά· κ' έγινα λακές ενός Μαλτέζου ιππότη, που πήγαινε στη Βενετία· αλλ' επειδή ο κύριός μου δεν είχε να με πληρώση, μπήκα στην υπηρεσία ενός Βενετσάνου εμπόρου και τον ακολούθησα στην Κωσταντινούπολη.

Ακολούθησα λοιπόν τον σκλάβον, ο οποίος με έφερεν εις ένα μικρόν σπητάκι, και με έμβασεν εις έναν απλούν οντά, εις τον οποίον με άφησε λέγοντάς μου ότι υπάγει να φέρη την κυράν του.

Και προς τα ξημερώματα εθεώρησα από ένα παράθυρον της κασσέλας να ιδώ εις τι τόπον ευρίσκομαι, και δεν είδα άλλο παρά βουνά, κρημνούς, και μίαν φοβεράν έρημον· εις κάθε μέρος που έρριξα τους οφθαλμούς μου, δεν ημπόρεσα να ξανοίξω καμμιάς λογής κατοικίαν· ακολούθησα να τρέχω εις τον αέρα όλην εκείνην την ημέραν και την ακόλουθον νύκτα.

Ευθύς που εγώ ήκουσα τέτοια λόγια, ακολούθησα τον κήρυκα διά να τον εξετάξω επάνω εις αυτό το σπήλαιον και εις το τέλος της ημέρας, που είχε τελειώσει και έμελλε να έμπη εις το σπήτι του, τον επερικάλεσα με ευγένειαν να μου φανερώση τι δηλοί αυτό το σπήλαιον, που οι γραμματισμένοι πρέπει την ερχομένην ημέραν να έμπουν.

Είχα μια φίλη, που ήτανε το παν για μένα στην λησμονημένη νεότητά μου· αυτή πέθανε και εγώ ακολούθησα το λείψανό της και στεκόμουνα στον τάφο, όταν κατέβαζαν το φέρετρο, και τα σχοινιά έτριζαν, εχαλαρώνοντο και ανεσύροντο· όταν έπειτα έπεφτε η φτυαριά, το χώμα και το πένθιμο φέρετρο έδινε ένα σιγανό ήχο που γινότανε ολοένα σιγανώτερος ως ότου στο τέλος σκεπάστηκε εντελώς.

Είδες πώς φαίνεται λυπημένο; — Μα γιατί το γύρισε πίσω; τον ξαναρώτησα. — Κ' εσύ γιατί γύρισες; μ' ερώτησε πάλι. — Κ' εγώ δεν ξέρω. Μήπως το ξέρεις εσύ; Ο παραλυτικός αναστέναξε. — Δεν ξέρω τίποτε. Ξέρω πως τα πόδια μου είναι λυμένα.... Εγώ ακολούθησα πάλι τον κόσμο στη μεγάλη στράτα. Ένα παράπονο, χωρίς να το καταλάβω, πλημμύρισε τα στήθη μου.

Κι ανάμεσα στης χινοπωριάτικης βροχής το κρύο κλάψιμο, πιο βαθύ μυστήριο, πιο βαθύς τρόμος, περίχυνε την αγριότη, που με τριγύριζε. Ψηλά στον κατακόκκινο, τον καταπληγιασμένο γίγαντα, ανάμεσα στα ματωμένα στήθη του, μια κορδελίτσα δρόμου, ίσια σα γραμμή συρμένη με χάρακα, κοκκίνιζε εδώ, και μαύριζε εκεί, κ' άσπριζε παραπέρα. Δίχως άλλο κάποιο μονοπάτι είταν. Τ' ακολούθησα με προσοχή, ξαφνισμένος.