United States or Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έλεγε δε ιδιαιτέρως εις τον Ένδιον ότι θα ήτο εις αυτόν ένδοξον, αν δι' εκείνου απεστάτει η Ιωνία, εάν εγίνετο ο βασιλεύς σύμμαχος των Λακεδαιμονίων και εάν δεν άφηνε τον Άγιν να δοξασθή με το κατόρθωμα εκείνο· ήτο δε ο Αλκιβιάδης εχθρός του Άγιδος.

Ο Έφις την άφηνε να τον ψαχουλεύει και χαιρόταν τη χάρη της. Η γριά όμως με ανέκφραστο το πρόσωπο και τα μάτια γυάλινα είπε με γλύκα: «Ο μακαρίτης ντον Τζάμε γυρίζει πίσω

Κι ανησυχούσε αληθινά που αργούσανε, γιατί ήθελε κι αυτή να πάη να ντυθή ατσιγγάνα για το χορό της Κασταλίας. Και τώρα πώς να την άφηνε μονάχη της τη Βεργινία που ακόμα καλά-καλά δεν είχε συνέρθει!

το μυστικό το θείο που κλεις θερμό βαθιά στα στήθη σκόρπιζε αρμονικά, και με ό τι μέσα ασίγαστο σου τρώει κι εσέ τα βύθη δίνε σ' εμάς χαρά. Τραγούδα, φίλε· κι αν γλυκό, κι αν άλλο αγαπημένο δε μ' έδενε στη γης, θα γύρευα απ τον ουρανό να με άφηνε να μένω ν' ακούω που τραγουδείς. Το παραθύρι, κάτου κατά τον κάμπο ανοιεί που απλώνει τ' όραμά του πέρα χλωρό, πλατύ.

Περιμένεις εδώ, να υπάγω αντικρύ να αγοράσω ψωμί; — Περιμένω, είπεν η Αϊμά. Εις τον Πρωτόγυφτον επήλθεν η ιδέα ότι η Αϊμά ηδύνατο ευκόλως να φύγη, αν την άφηνε μόνην. Μεταμεληθείς λοιπόν είπε·Ειμπορεί να φοβήσαι να σ' αφήσω μοναχήν. Καλλίτερα να έλθης μαζή μου. Αυτοί οι χωριάταις δεν μας γνωρίζουν. Πάμε μαζή; — Πάμε, είπε μετ' αδιαφορίας η Αϊμά.

Ήτανε απελπισμένος, αν θα χωριζότανε από έναν καλόν αφέντη που τούχε γίνει φίλος εγκάρδιος. Αλλ' η χαρά να του φανή χρήσιμος νίκησε τη λύπη που θα τον άφηνε. Φιληθήκανε κλαίοντας: ο Αγαθούλης του σύστησε να μην ξεχάση την αγαθή γριά: Ο Κακαμπός έφυγε την ίδια μέρα: ήτανε πολύ καλή καρδιά αυτός ο Κακαμπός.

Η καρδιά σκιρτούσε, σαν να προσπαθούσε κάθε φορά να ανυψωθεί κι έπειτα έπεφτε αμέσως κάτω. Και το σκοτάδι πύκνωνε ολοένα. Κάθε σύννεφο, περνώντας από τον κοντινό ορίζοντα, άφηνε ένα πέπλο, ο άνεμος λυσσομανούσε πίσω από την εκκλησία και όλοι οι θάμνοι, μ’ ένα χρώμα μεταλλικό πράσινο, σείονταν προεξέχοντας πάνω από την κοιλάδα, σαν να ήθελαν να φύγουν, κυριευμένοι από μια έκρηξη θλίψης και τρόμου.

Η μητέρα φαίνεται πολύ ευχαριστημένη από την επίσκεψιν, και είναι όλως διόλου ενασχολημένη με τους Τούρκους της, που δεν ειμπορώ να χωνέψω. Ως που να πιουν τον καφέ τους και να μας ξεφορτωθούν, ειπέ μου την ιστορία. — Άκουσε λοιπόν, μοι είπεν. Ηξεύρεις πόσον η μητέρ' ανησυχούσεν όταν έλειπες. Και δεν φθάνει που ανησυχούσεν εκείνη, μόνον δεν άφηνε και τον κόσμο στην ησυχία του.

Τώρα, εάν είχε σύντροφον άλλον τινά παρά τον Πανταρώταν, όστις διετέλει εν διηνεκεί απουσία, θα τον άφηνε να φυλάγη την βάρκαν, και δεν θα την άφηνεν έρημην και ορφανήν. Και αν δεν την άφηνεν έρημην και ορφανήν, δεν θα ήρχοντο εν τη απουσία του κλέπται να του πάρουν ό,τι είχε και ό,τι δεν είχε. Τούτο δε ακριβώς συνέβη. Οι κλέπται εμβήκαν μέσα ως καλοί οικοκυραίοι.

Και πώς πάλι παραμόνευα στο τραπέζι, ή στη βραδινή μας συνάθροιση κάτω από το φως της λάμπας, εκείνη τη βιασμένη, την αφαιρεμένη έκφραση στο πρόσωπο της γυναικός μου, που ερχότανε σα σύννεφο και μας έκανε όλους βουβούς. Είτανε τότε σα να έφευγε η ψυχή της από μας και μας άφηνε μόνους.