United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι μες στα καλύβια αφτός το λαβωμένο φίλο γιάτρεβε, του Μενοίτη ο γιος· μα οι άλλοι πολεμούσαν Τρώες κι' Αργίτες σωρεφτοί.

Ο ήλιος φλογερός· λιοβόρι πυρωμένο σκορπούσε χρυσά, φωτεινά, θαμπωτικά κύματα, φλόγες κατάχρυσες, ο ίδρωτας στεφάνονε τα μέτωπα των δουλευτών η ευτυχία χαμογελούσε στα σπιτάκια και στα καλύβια. Καθόμαστε με το νοικοκύρη του λινού από κάτω από μια θεόρατη βελανιδιά.

Ε, και να κάτεχα το γλυκό τόνειρο που νανούριζε την ώρα εκείνη τον κοιμάμενο κάμπο! Ακολούθησα τον αγωγιάτη με τα πράμματά του στη κοντινή βρύση που πήγε να τα ποτίση. Τότες ξυπνούσαν και τα πουλάκια στα δέντρα κι άρχιζαν τους κελαϊδισμούς των. Τότες ακούστηκαν και τα ορνίθια, από τα σκόρπια ολόγυρα καλύβια στα λόγγα και στα χωράφια ανάμεσα.

Με τούτους επεχείρησεν ο Καραϊσκάκης το μέγα έργον της επαναστάσεως της Ρούμελης. Την εικοστήν πέμπτην του Οκτωβρίου περί το μεσημέρι εκίνησεν από την Ελευσίνα το στράτευμα· έμεινε δε την νύκτα εις τα Κουντουριώτικα Καλύβια και την ερχομένην ημέραν μετέβη εις Κάζαν, όπου διέμεινε και την επιούσαν νύκτα.

Τι να σε κάμη το φεγγάρι, χριστιανέ μου;... Το φεγγάρι δεν κόβει μονέδα... — Περιμένω να βγη το φεγγάρι για να φύγω, και γι 'αυτό σ' ερωτώ, είπεν ησύχως ο μπάρμπα-Κωνσταντός. — Να φύγης;... για πού, αν θέλη ο Θεός; — Δεν ήρθαν τίποτε ξωμερίταις απ' τα καλύβια; — Μου κάνουν τη χάρι να μη 'ρθούν, είπεν ο Γαβριήλ.

Επειδή αφού είχανε να διαλέξουν ανάμεσα σε πόλεμο και ειρήνη, έβρισκαν πιο ωφέλιμη την ειρήνη. Κι ο πόλεμος των Μεθυμνιωτώνε και των Μιτυληνιών, που επήρεν αναπάντεχη αρχή και τέλος, έτσι ετέλειωσε. Μα για το Δάφνη και τη Χλόη έρχεται χειμώνας πιο πικραμένος κι από τον πόλεμο. Επειδή έπεσεν άξαφνα χιόνι πολύ κ' εσκέπασεν όλους τους δρόμους κι όλους τους ζευγολάτες τους έκλεισε τα καλύβια τους.

Και τελευταία αμέσως εχαιρέτισε διά του μινυρισμού της την ανατολήν του ηλίου η γλυκεία χελιδών, η επανευρούσα κ' εφέτος την φωλεάν της άθικτον εις τα ιερά σκηνώματα, εις τον οίκον του Κυρίου, ως και εις τα καλύβια των χωρικών, και εις τας οικίας των αγαθών ανδρών της πόλεως.

Εκείνην την βραδειάν είχε μείνει διά να φυλάξη τα κορίτσια την νύκτα, οπού είνε πάντοτε μυστήριον και αβεβαιότης, ο μπάρμπα Σταμάτης ο Καρδοπάκης. Ήτο φαιδρός και πρόθυμος γέρων, μικρόσωμος, «παρηγοριά» του χωριού. Ήξευρεν εκάστοτε να λέγη στα κορίτσια χίλια τραγούδια, όνειρα, παραμύθια. Παντού τον εύρισκες, παντού ήτο παρών, στα σπήτια, στα μαγαζειά, στα ξωκκλήσια, στα καλύβια.

Τέλος σα χόρτασαν καλά γερό με φαγοπότι, πρώτος τους λέει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης «Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο, ας μην αργούμε πιο πολύ εδώ με τις κουβέντες 435 και τη δουλιά αναβάλλουμε που μας ανοίγει ο Δίας, Μον στο καραβοστάσι ομπρός! οι κράχτες ας λαλήσουν κι' οχ τα καλύβια ας βγάλουνε τα' ασκέρι αρματωμένο, κι' εμείς στον κάμπο οι αρχηγοί με δίχως χασομέρια ας σύρουμε έτσι αχώριστοι, ν' αρχίζουμε κοντάρι440

Διότι ούτος αγαπών ως όλοι οι νέοι την εξοχήν και την διασκέδασιν, μετά δυσκολίας είχεν υπακούσει εις το πατρικόν κέλευσμα, όπως μείνη εις την πόλιν, και αφορμήν θα εζήτει διά να το στρήψη και μεταβή εις νυκτερινήν εκδρομήν εις τα Καλύβια, αφού μάλιστα ευκόλως εύρισκε συνοδοιπόρους ομήλικας. Αλλ' ο παπά-Κυριάκος δεν εσυλλογίσθη τίποτε. Εξήφθη αμέσως, ηγανάκτησε, δεν εκρατήθη. Ήμαρτεν.