United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΒΕΡΑΜη Τάσσο. Μην εξακολουθήσης πια. Είμαι άρρωστη. Με σκοτώνεις. Δεν καταλαβαίνεις ότι γυρεύεις τ' αδύνατα και τ' ακατόρθωτα; Δεν το καταλαβαίνεις; ΦΛΕΡΗΣΔεν γυρεύω ταδύνατα, Βέρα. Όχι. . . ΒΕΡΑΤαδύνατα γυρεύεις. Αλλοίμονο, ταδύνατα. ΦΛΕΡΗΣΤότε δε με κατάλαβες ακόμα, Βέρα. Δεν εμπήκες στην ψυχή μου. Δεν είδες τόνειρο που γυρεύω να ξαναονειρευθώ μια φορά ακόμα.

Στάθηκε ο γέρος μια στιγμή ολόρθος, πάντα τρεμουλιαστός και χλωμός, μα και γελαζούμενος πάντα. «Έγινε τόνειρό μου», είπε «μα όχι όλο· ας βαρέσουν τώρα και τα βιολιά». Κι αρχίζουν αμέσως τα βιολιά τον παλιό το σκοπό, το σκοπό που πάντρεψε τον ίδιο το γέρο, την κόρη του, και τώρα την εγγονή. Είταν η φωτεινότερη στιγμή της ζωής του.

Είμουνα συνηθισμένος να μη μένω ποτέ μόνος ούτε στη χαρά ούτε στη θλίψη και γινόμουνα έξω φρενών όταν έβλεπα τώρα πως έμενα μόνος με τον πόθο μου. Ήθελα να πραγματοποιηθή τόνειρό μου κι αγωνιζόμουνα γι' αυτό με τον ίδιο ζήλο, όπως τότε που πίστευα πως είχα χάσει την αγάπη της γυναίκας μου κι αγωνιζόμουνα να την ξαναποχτήσω.

Μ' έπιασε, μ' έπιασε ο Χάρος και με βαστά. Πέντε παρά κάρτο!...» Ξύπνησα τότες με τα σωστά μου. Είταν η ώρα οχτώ. Είχα φανταστή στον ύπνο μου μέσα πως ξυπνούσα. Κοντέβουν τώρα δέκα χρόνια που είδα το φοβερό αφτό τόνειρο και τόγραψα αμέσως το πρωί, να το θυμούμαι. Τι καλά που περνούσαμε τότες στο σπίτι μας στην εξοχή! Ζούσε ο καλός μου ο παπούς. Πρόπερσι πέθανε ο καημένος, εκατό χρονώ γέρος.

Θα πης οι καθαυτό οι δικοί του συχωρεμένοι όλοι, κι' άλλους απ' ανίψια και τέτοιους δε θαντάμωνε πια, εξόν ίσως δυο τρεις αξαδέρφους, γέρους κι αυτούς· μα πάλε από δω το γύριζε, από κει το γύριζε, δεν του πήγαινε. Τόνειρό του είτανε να ξαναφανή στην πατρίδα του, μα να είνε και κάτι. Δεν το κατάφερε τόνειρο; Τι να πηγαίνη πια τώρα και να τους δείχνη τη γύμνια του!

Καλά 'καμες, καημένη, γιατί ξέρεις τι; Δε μ' αρέσει καθόλου το προψεσινό τόνειρο της κερά Δέσπως, που τόλεγε της Γαρουφαλιάς σα σηκώθηκε. Κι όσο το συλλογιέμαι, το πετσί μου ανατριχιάζει. Σα να μισοφοβήθηκε, θαρρώ, κι η αφεντιά της, και ρώτηξε το γιο της τον Κωσταντή, πως ανίσως κ' έρθη πίκρα για χαρά, ποιος θα τηνέ φέρη πίσω την Αρετούλα.

Ένα βλέπω κ' ένα ξέρω, πως κάθε λαός έχει χρέος ναληθέψη . Δε φτάνει που ζη, πρέπει κ' οι άλλοι να το δούνε και για να το δούνε, πρέπει το έθνος να φανή εκείνο που είναι, να μην περνάη σαν τόνειρο, παρά να γίνη αλήθεια, δηλαδή να κάμη αλήθεια και την ψυχή του και το νου του και τα όνειρα του, μ' ένα λόγο, ζη μόνο σαν αληθέβει. Μισή αλήθεια όμως δεν έχει. Θέλει αλήθεια γερή.

Τώρα μπορώ και βλέπω καλήτερα και καθαρότερα τόνειρό της παρά τότε! Είναι βέβαιο πως τα έβλεπε όλα αυτά, όσο που έσβησε όλη η τρελή ψυχική της διάθεση κ' είδα πως γεμίσανε δάκρυα θερμά τα μάτια της. Με ζωηρό κίνημα άδειασε τα ποτήρι της, γλύστρησε από τον καναπέ κι ακκούμπησε τα κεφάλι στα γόνατά μου.

Αυτή είτανε μια από τις πια αγαπημένες μας διασκέδασες κι όσο σπανιότερα την απολαβαίναμε από τον καιρό που μεγαλώσανε τα παιδιά και δε θέλαμε να ταφίνουμε μόνα, τόσο περσότερο μας μάγευε μια τέτοια βραδιά, γιατί έφερνε μαζί της όλη τη φαιδρότητα και τόνειρο, που είναι η καθημερινή τροφή της νιότης και με τα χρόνια τα φυλάγουμε στην ανάμνηση μόνο σαν ώρες σκόλης.

Τι άλλο να κάμουν οι Αθηναίοι παρά να τονέ διορίσουνε στρατηγό τους, τέτοιο γλυκόγλωσσο ρήτορα! Κι αυτός τότες, αφού τους χάδεψε και μάλλες κολακείες, τους παρακάλεσε να του διαλέξουν κι άλλους βοηθούς, και περίμεναν πια τώρα να βγη τόνειρό τους. Σαν όνειρο που είτανε, μήτε μια μέρα δε βάσταξε.