United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απ' την κορφή ΄ς τα νύχια Μ' έγδαρε, με ξεφλούδισε το βόλι, το λεπίδι... Μ' έφαγε η γύμνια κ' η ερμιά... Έβαψε τα παλιούρια Η ξεσχισμένη φτέρνα μου... Μ' έδειρε το χαλάζι... Έστρωσα το κρεββάτι μου μες ’ς τη μονιά του λύκου... Κυνηγημένος σα θεριό τη νύχτα ’ς τα λαγκάδια Έβγαινα κ' έβοσκ' αρπαχτά τα κούφια βελανίδια Που εσέποντο ’ς τα χώματα, κ' εζούσα μ' αποφάγια Π' αφίναν τ' αγριογούρουνα... Κι' όταν τον αλωνάρη Μούχαν πιασμένα τα νερά και μ' έφριγεν η δίψα, Ακούστε το, μωρές παιδιά, εζύμονα ’ς τα δόντια Κ' εχόρταινα βυζαίνοντας μια φλούδ' από μολύβι, Και δε θυμούμαι νάνοιωσα ποτέ μου τη λαχτάρα Όπου με σφάζει σήμερα, και σα μονομερίδα Απών' αρμό ’ς τον άλλονε, κρυφά κρυφά χωνεύει Και μου ρουφάει τη δύναμη και με νεκρόνει, Λάμπρε.

Μέσα στο μεσανό κοντάρι της σκηνής φαίνουνταν κρεμασμένα τα τουφέκια, τα σακκίδια κι οι καραβάνες, η μεγάλη τσίτσα του κυρ λοχία με το κρασί, οι σιδεροχάρτινοι σκοποί είταν ριγμένοι σε μιαν άκρη, η φωτιά πύρονε τα κορμιά κι η γύμνια της μεγάλης σκηνής απλόνουνταν μισοφωτισμένη στο βάθος. Νύχτα βαθύτατη, νύχτα της μοναξιάς, της ράχης.

Ύστερ' απ' αυτή τη μικρή Εισαγωγή, ας ξετάσουμε κάπως πιο συστηματικά, σύντομα όμως πάντα, την ιστορία και τα συστατικά της ρωμαίικης τέχνης, από τον πρώτον ως τον έχτον αιώνα. Η σωματική η γύμνια των προσώπων, ταστάχια που θερίζουνται καθώς και τα σταφύλια που τρυγιούνται περίγυρα, όλα παρμένα από την παλιά την τέχνη που ζούσε ακόμα, καθώς ζούσε κ' η παλιά η θρησκεία.

Μα να, για νάχεις την ψυχή πίκρες κι' εσύ γιομάτη όταν το γιο σου στερηθείς, που πια δε θα γυρίσει στη Φτιά ξανά ναν τον δεχτείς... τι μήτε εγώ δε θέλω 90 να ζω και μ' άντρες να γυρνάω, αν πρώτα εδώ στον κάμπο δεν ξεψυχήσει ο Έχτορας απ' όπλο μου σφαγμένος και του Πατρόκλου τη σφαγή και γύμνια αν δεν πλερώσει

Θα πης οι καθαυτό οι δικοί του συχωρεμένοι όλοι, κι' άλλους απ' ανίψια και τέτοιους δε θαντάμωνε πια, εξόν ίσως δυο τρεις αξαδέρφους, γέρους κι αυτούς· μα πάλε από δω το γύριζε, από κει το γύριζε, δεν του πήγαινε. Τόνειρό του είτανε να ξαναφανή στην πατρίδα του, μα να είνε και κάτι. Δεν το κατάφερε τόνειρο; Τι να πηγαίνη πια τώρα και να τους δείχνη τη γύμνια του!

Για τούτο εγώ έχω απέρασι, για τούτο κυριεύω, Γιατί ν' αρέσω καθενού αδιάκοπα γυρεύω. Κι' έτζι παντού προτίμησι, παντού ευρίσκω χώρα, Και κυβερνώ, ως ορέγομαι, τον κόσμον ως την ώρα· Να παρρησιάσης το κορμί λοιπόν σε γύμνια τόση, Συμπάθησέ με να σου ειπώ, πως δεν παραήταν γνώσι. Ωστόσο το τι γίνηκε, πλιο δεν μπορ' να ξεγένη.

Τον έκαμεν ο ίδιος ο άνθρωπος. Ξέρεις τι λέγανε μια φορά οι παππούδες μας; Γλυκός ο ύπνος την αυγή, γύμνια και πείνα την Λαμπρή! . . . Ο Σπύρος εγέλασε και είπε: — Καλνά σε είπανε ξυλόσοφο! — Το ξέρεις λοιπόν, κατεργαράκο μου, εξηκολούθησεν ο Μπάρμπα- Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος. Λυπάσαι γιατί χάλασε το μισό περιβόλι και φθονείς τα πουλιά και ζηλεύεις τα λουλούδια!