United States or British Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς θαποθάνη το Βαγγελιό; Ας αποθάνω κεγώ. — Και δε σε γνοιάζει για τη μάνα σου, απού σέχει μονάκριβο ασερνικό κιάνε σε χάση θα κουζουλαθή; Δε λυπάσαι την αδερφή σου; Κια δε λυπάσαι τσ' άλλους, δε λυπάσαι τη νιότη και τη ζωή που θα χάσης; — Γιάειντα να γνοιάζωμαι, σα δε θα πάθω πράμμα; Το Βαγγελιό δε θαποθάνη· δε θέλω' γώ ν' αποθάνη. — Μαν είνε γραφτό ναποθάνη, είντα μπορείς εσύ να κάμης;

Και του έλεγε με σιγανήν και φοβισμένην φωνήν: «Τι σούφταιξα, Μανωλιό, και δε μου μιλείς, και δε στρέφεσαι να με δης; Τι σου φταίω εγώ αν ο αδερφός μου είνε κακός κι' ανάποδος; μήπως εμένα δεν με βασανίζη; νάξερες τι τραβώ κεγώ! ... Μαν ο Στρατής είνε κακός, μπορείς να πης κακό για μένα; κατέχεις το πόσο σ' αγαπώ· μα είντα μπορώ να κάμω; Θ' αφήσης να με δώσουνε του Τερερέ, να με κακομοιριάσουνε; δε με λυπάσαι

Στην τιμή μου. — Η καϋμέναις! — Ε, δεν ταις λυπάσαι; — Αλήθεια. — Μα είνε αξιολύπηταις. — Διατί; — Έχει πολλά &διατί&. — Ως πόσα; — Όσα θέλεις. — Ειπέ ένα. — Πρώτον αυταίς είνε... — Τι είνε; — Είνε όλαις θηλυκαίς. — Αυτό θα πης; — Ναι. — Το είξευρα. — Κ' εγώ γι' αυτό σου το λέγω. — Διά ποιο &αυτό&; — Διατί το είξευρες. — Α, ενόησα. — Θα ήσουν πολύ βαρυκέφαλος... — Εγώ; — Ναι. — Πώς;

ΘΑΪΣ. Κακό είνε, αλλά δεν πρέπει να σου φαίνεται παράδοξον. Γίνεται πολύ συχνά μεταξύ μας των εταιρών. Λοιπόν δεν πρέπει ούτε υπερβολικά να λυπάσαι, ούτε να κατηγορής την Γοργόναν. Και το Αβρότονον δεν σε κατηγόρησε προτήτερα εσένα που της έκανες την ίδια απιστία, αν και ήσασθε φιλενάδες.

Μα, μωρέ παιδί μου, δεν τήνε λυπάσαι που 'γίνηκε η άμοιρη πετσί και κόκαλο από την αγάπη που σούχει; — Δε λυπούμαι κιανένα! Όταν όμως μετά τινας ημέρας την είδε τυχαίως εις την βρύσιν, δεν ηδυνήθη να μείνη ανάλγητος και κάτι τι ως τύψις συνετάραξε την ψυχήν του. Η καϋμένη η Πηγή ήτο τωόντι αξιολύπητος. Από την άλλοτε δροσεράν, εύθυμον και πλήρη ζωής κόρην έμενε μόνον μία μελαγχολική σκιά.

Θα, με 'βγάλετε από 'δώ μέσα; εκραύγαζε· θα σπάσω την πόρτα, νά! και ελάκτιζε μανιωδώς κατά της θύρας. Μετ' ολίγον πάλιν εκόπαζεν η εκδικητική του έξαψις, και τρεπόμενος επί το ελεγειακώτερον, εθρήνει σπαρακτικώς·Θα με φαν τα ποντίκια, μητέρα μου, . . χρυσή μου μητερούλα, δεν με λυπάσαι;

Θε μου, δε λυπάσαι μπλειο τσοι χριστιανούς; Εξέχασές μας τσοι κακομοίριδες; Κιάρχισε κέκλαιγε. Σε λίγες ώρες απογέρασε από τη ψυχική του αγωνία. Και τόσο αποχυμένο και χλωμό ήτο το πρόσωπό του όταν το βράδυ γύρισε στο σπίτι, που η γυναίκα του νόμισε πως ήταν άρρωστος. — Όι, δεν είμ' αρρωστάρης, της είπε· μόνο εκουράστηκα.

Ο Μανώλης την παρετήρει από κεφαλής μέχρι ποδών, ως να ήρχιζαν να τον σκανδαλίζουν οι λόγοι της. Έπειτα κύμα οργής ανέβη εις το πρόσωπόν του και εξήστραψεν εις τα μάτια του. — Όξω! όξω! ανεφώνησε με τρομεράν φωνήν. Άμε στο διάολο να μη σε 'δη κιανείς, κουζουλογυναίκα! Η χήρα ύψωσε προς αυτόν ικετευτικά και βουρκωμένα μάτια, ενώ τα χείλη της έτρεμαν. — Δε με λυπάσαι; του είπε.

Δε θα της χαρίσουν τη ζωή της κακόμοιρης! Έννοια σου, μαννούλα, κι ερχούμαστε, μη λυπάσαι. Βούτηξε τώρα, Μαριώ μου, αγάπη μου! Βούτηξε και μας σημαδεύουν. Έμπα και συ, χρυσό μου Κωσταντινάτο, και κρύψου στη θάλασσα. Η ώρα σου δεν ήρθε ακόμα. Μα θάρθη θάρθη η ώρα σου... Και πνίγηκε η φωνή του μέσα στα κύματα. Δεν άργησε κι ο γέρος να τους ακολουθήση απ' άλλο, πιο μαύρο δρόμο.

Τον κήπο, το περβόλι, τα χωράφια, όλα θα βάλω ναν τα σκάψουν. — Τι λες, παιδί μου! — Μη φοβάσαι, μητέρα, και μη λυπάσαι. Μην κάνεις κ' εσύ σαν τους ανίδεους και σαν τον αδερφό μου. Τ' αγαθά τα δικά μας δεν είν' απάν' από τη γηξέρε το· είνε μέσα της. Τα φύλαξε καιρούς και χρόνους για να τα βρούμε μεις. Και τι χαρά, μητέρα· τι δόξα μας άμα βγούνε πάλε στου ήλιου το φως!