United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και του έλεγε με σιγανήν και φοβισμένην φωνήν: «Τι σούφταιξα, Μανωλιό, και δε μου μιλείς, και δε στρέφεσαι να με δης; Τι σου φταίω εγώ αν ο αδερφός μου είνε κακός κι' ανάποδος; μήπως εμένα δεν με βασανίζη; νάξερες τι τραβώ κεγώ! ... Μαν ο Στρατής είνε κακός, μπορείς να πης κακό για μένα; κατέχεις το πόσο σ' αγαπώ· μα είντα μπορώ να κάμω; Θ' αφήσης να με δώσουνε του Τερερέ, να με κακομοιριάσουνε; δε με λυπάσαι

Εταίρος Όχι βέβαια, μα τον Δία. Σωκράτης Αλλά επιθυμείς και αγαπάς ομοίως όλα τα αγαθά; Εταίρος Ναι, ναι. Σωκράτης Ερώτησε λοιπόν και εμέ αν κ' εγώ δεν τα αγαπώ· διότι και εγώ θα συμφωνήσω μαζί σου ότι επιθυμώ τα αγαθά. Αλλά κοντά εις εμέ και σε, δεν νομίζεις ότι και όλοι οι άνθρωποι αγαπούν τα αγαθά και μισούν το κάθε τι κακόν; Εταίρος Αυτό φαίνεται τουλάχιστον και εις εμέ.

Αχ! γιατί να στο δώσω; Μα μπορώ και να σου κρύψω τίποτις; Εσύ είσαι φίλος μου, ναι! ο καλήτερός μου φίλος είσαι συ· από παιδί σε γνωρίζω και σ' αγαπώ· έχω θάρρος, έχω εμπιστοσύνη μαζί σου και για τούτο έτρεξα αμέσως να σου δείξω και το γράμμα του, για τούτο δε σου έκρυψα και τα κλάματά μου. Δεν ξέρω γιατί έκλαιγα· ζαλίστηκα κ' έκλαψα.

Η βασίλισσα εδείχθη πολλά συγχισμένη από μίαν τέτοιαν τολμηράν ομολογίαν, μα στοχαζομένη ωσάν φρόνιμη, ότι έκανε χρεία να φερθή με εύμορφον τρόπον με έναν άνθρωπον, του οποίου την δύναμιν αυτή εφοβούνταν, του ωμίλησε με ιλαρόν πρόσωπον με τούτον τον τρόπον· Αβικένα, του είπεν, έλα εις τον εαυτόν σου, σε παρακαλώ και νίκα και θριάμβευσε τους στοχασμούς που μου φανερώνεις· στοχάσου την αγάπην, και το σέβας που ο βασιλεύς εις εσένα προσφέρει· εκείνος ο βασιλεύς εσύ καλά ηξεύρεις πως με λατρεύει, ομοίως και εγώ πόσον τρυφερά τον αγαπώ· όθεν είναι αδύνατον εγώ να αγαπήσω άλλον, παρά αυτόν μόνον· παύσε το λοιπόν, σε παρακαλώ, εις το να θελήσης να συγχίσης μίαν ομόνοιαν, που εσύ μοναχός σου την εστερέωσες.

Θελά μισέψω, και θα πάω πολύ μακριά στα ξένα, Μακριά οχ τ' εσένα που αγαπώ· αλοίμονο σ' εμένα! Ήμουν κοντά σου κι έζηγα, και τώρα να σ' αφήσω, Να ξεμακρύνω, πώς μπορώ, χωρίς να ξεψυχήσω. Στοχάζομαι το χωρισμό, και ξαπορώ, και φρίζω, Κι' άντα τον εινορεύομαι ξυπνώ, και λαχταρίζω. Το χωρισμό σου, αγάπη μου, σήντα τον συλλογιούμαι, Σα φύλλο από τον άνεμο ταράζομαι και σιούμαι.

Κάποτε δεν εννοώ πώς δύναται να την αγαπήση άλλος, πώς τολμά, όταν εγώ ολότελα μόνος, τόσον ενδόμυχα, τόσον εγκάρδια,, την αγαπώ· τίποτε άλλο δεν γνωρίζω, τίποτε δεν ηξεύρω, δεν έχω παρά αυτήν! 4 Σεπτεμβρίου. Ναι, έτσι είναι! Καθώς η φύσις κλίνει προς το φθινόπωρον, γίνεται φθινόπωρον μέσα μου και γύρω μου. Τα φύλλα μου κιτρινίζουν, και τώρα τα φύλλα των πλησίον δένδρων έπεσαν.

Μα πώς, αφού έχω αίμα νοθεμένο; του είπε κείνη με πονηρό χαμόγελο. — Σε μένα μιλάς ή στον αδερφό μου; τη ρώτησε πειραγμένος ο Δημητράκης. Εγώ δεν είπα ποτέ τέτοιο λόγο· γιατί με σκας; — Γιατί σ' αγαπώ· φώναξε η κόρη ακράτητη. Την άλλη μέρα που ξεμυστηρεύτηκε την απόφασή του στον Αριστόδημο, εκείνος σούφρωσε τα φρύδια του κ' έμεινε σκεφτικός για πολλή ώρα.