United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα άφησε, του έλεγε ... άφησε, σου λέω ... Είνε κακό αυτό που κάνεις .. . Θάρθη αφέντης μου και θα με σκοτώση ... .Μανώλη, να χαρής τη μάνα σου. Τον απώθει με τους δυνατούς της βραχίονας και εκ της σφοδρότητος της πάλης εσείετο και έτριζε το τελάρον, κινδυνεύον να εξαρθρωθή. — Μανώλη, θα σπάση ταργαστήρι ... να, θα κοπούνε τα στιμώνια ... Μανωλιό, να χαρής! ...

Αλλ' η Πηγή εύρεν αφορμήν να διακόψη την στενόχωρον σιωπήν: — Εβάρηκες; τον ηρώτησεν. Ο Μανώλης απήντησεν αρνητικώς πλαταγίσας την γλώσσαν. Και τότε πρώτην φοράν συνηντήθησαν επί μίαν στιγμήν τα βλέμματά των. Έπειτα επήλθεν εκ νέου σιωπή. Αλλ' η Πηγή εύρε πάλιν κάτι να είπη: — Και πούχεις καλλίτερα, Μανωλιό, στο χωριό γή στα ωζά; — Καλλιά 'νε στο χωριό, απήντησε.

Ο πατέρας του ήταν καλός καραβοκύρης στο νησί μας· αλλά κάποια Κοντοσκαλιώτισα του εσήκωσε τα μυαλά. Και αν ήταν τα μυαλά, μικρό το κακό· του εσήκωσε όμως και το ψωμί των παιδιών του. Άφησε τέσσερα κορίτσα, τη γυναίκα του και τον Μανωλιό μικρόν κ' εκόλλησε μαζί της. Ούτε γράμμα, ούτε λεφτά έστελνε σπίτι του. Πού να χόρταση ο ρούφουλας!

Και τότε όχι σαν συγγενής αλλά ναύτης. Και ο καπετάν Τραγούδας τον είχε όπως και τους άλλους ναύτες του. Τίποτα περισσότερο. Αν θέλης μάλιστα και κάτι λιγότερο από τους άλλους. — Δεν κάνει, εσυλλογίσθηκε, να του δώσω θάρρος γιατί τεμπελιάζει. Κ' η τεμπελιά 'μπορεί να τον φέρη ίσα στο δρόμο του πατέρα του. Εγύρισα πάλι στον Μανωλιό. — Βρε παιδί μου, του λέγω· τι κουβέντες είν' αυτές;

Εν τοσούτω πανταχόθεν τους υπεδέχοντο φιλικοί χαιρετισμοί. — Καλώς τα δέχτηκες! καλώς τα δέχτηκες! εφώναξαν προς τον πατέρα του άνδρες και γυναίκες. Απηύθηναν δε και προς αυτόν διάφορα φιλοφρονήματα: — Είντα κάνεις, Μανωλιό; Και, τουλόγουσου γίνηκες κοντζά ντελικανής! Πότε τώσυρες τοσονά μπόι;

Δε μου λες, Μανωλιό, του είπεν αποτόμως η χήρα, αλήθεια είν' αυτό πακούστηκε πως σελογοστέσανε με το Πηγιό; — Κατέω κ' εγώ; απήντησεν ο Μανώλης. — Κιαμέ ποιος κατέει; Κρυφό πρέπει τόχετε ... Δε λέω, καλή κοπελιά 'νε η Πηγή, μα δεν μπορώ να καταλάβω γιάιντα βιάστηκ' έτσα αφέντης σου να δώση λόγο. — Κιαμέ να την αφήση να την πάρη ο Τερερές; είπεν αφελώς ο Μανώλης.

Έπειτα εμάσησε μίαν λέξιν: «Κόπιασε». Και δεν διέκοψε την εργασίαν του, αλλ' αναστρέψας την κάννην έχυσεν εις τον νεροχύτην το μαύρο απόπλυμα. Αλλ' η Πηγή είχεν εγερθή και προσέφερε κάθισμα εις τον Μανώλην: — Κόπιασε, Μανωλιό ... χαμήλωσε. — Μα λέω να πάω παρακάτω ... είπεν ο Μανώλης, αλλ' αντί να πάη παρακάτω εισήλθε πάρα μέσα και με επίπλαστον απροθυμίαν εκάθησεν.

Τον εμάδησε καλά, του έφαγε και το καράβι κ' έπειτα μια κλωτσιά κ' έξω ο καπετάν Μαθιός. Έξω φτωχός και σακατεμένος. Γυρίζει στο νησί, βρίσκει το σπίτι πουλημένο, τις κόρες του ξενοδουλεύτρες, τον Μανωλιό ναυτόπουλο. Ηθέλησε να πιάση δουλειά, να πληρώση τις ανοησίες του, το κακό που έκαμε στη φαμελιά του· μα ήταν αργά.

Κατόπιν έστρεψε προς τον νέον βλέμμα ανακριτού και του είπε: — Δεν έχεις σήμερο δουλειά, Μανωλιό; — Έχω, απήντησε με φωνήν δειλήν ο Μανώλης. — Και πώς την αφήκες τη δουλειά σου και γυρίζεις; Ποιος πουργεύει; Ο Μανώλης έκλινε την κεφαλήν σιωπών. — Μα δεν είνε και πολλή ώρα που λείπει, είπεν η Πηγή. — Εσύ να κάνης τη δουλειά σου και να μη φυτρώνης όπου δε σε σπέρνουνε! ανεφώνησεν ο Θωμάς με οργήν.

Με την τελευταίαν φράσιν επραΰνθη ολίγον η έξαψίς της και με ηρεμώτερον τρόπον εξηκολούθησεν: — Εμένα μαρέσει το Μανωλιό, σου τώπα κιάλλη φορά, και χαρά μου θα τώχα να τόνε κάμω γαμπρό.