United States or Gabon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κακό σκυλί που να μην έχη κλήρα! είνε ίδιος στο κάμωμα όπως και στο ξεκάμωμα..... Μπροστά έκανε μύτη το χτήμα. Όταν το παραχώρησε στο Θεομίσητο, δε μπόρεσε να καταλάβη γιατί με τόση επιμονή ζητούσανε τη μύτη εκείνη οι προστάτες του. Μα το νόμισε ασήμαντο πράμα και την έδωκε. Αμέσως ο Πέτρος φύτεψε σε κείνη τη μύτη όλο κυπαρίσσια. Κυπαρίσσια ψηλά και πυκνά σαν κάστρο.

Η Σμαραγδούλα, ευτύς ύστερ' απ' αυτό έκλεισε το παράθυρο και την πόρτα της κ' επλάγιασε να κοιμηθή. Εμετανόησ' ευτύς για τη λέξι και είδε κακά όνειρα τη νύχτα κείνη, την αυγή δε, ευτύς που σηκώθηκε, άκουσε θόρυβο στην πόρτα της και ομιλίες και ξεφωνητά. Έτρεξε και τι να ιδή; Από ένα χαλκά της οξώπορτας του κάτω σπιτιού εκρεμότανε ένα γουρουνάκι σφαγμένο!

Μήτε κείνη όμως η ταραχή, μήτ' άλλες προτήτερες, δεν είταν τίποτις ομπρός στη μεγάλη στάση που θα ιστορηθή τώρα. Είπαν πως πρώτη αφορμή της ταραχής είταν οι Πράσινοι, με το να θέλανε νανεβάσουνε στο θρόνο έναν ανιψιό του Αναστασίου. Το πιθανώτερο είναι πως και να είχαν τέτοιο σκοπό οι Πράσινοι, ο λόγος πρέπει να είταν τα βαριά τα δοσίματα.

Εγώ το θυμούμαι καλά· ίσια σε κείνη τη στιγμή περεχύθηκε γύρω τριγύρω μου η καταχνιά αφτή που πια δε μ' αφίνει και που με πνίγει. ................................................................. Κομματάκια! Κομματάκια! Κομματάκια! .................................................................

Εκείνοι μας μέρασαν, κι' ο καθένας μας πουλήθηκε στο Παζάρι &σκλάβος αλευτέρωτος& σ' άλλους ανθρώπους. Ανθρώπους λέγω; Θηρία!!! Εγώ πουλήθηκα πέντε φλωριά. Δεν μπορώ να σας μολογήσω της σκλαβιάς τα πάθια και τα βάσανα, φτάνει μόνο να σας ειπώ, πως προτιμούσα χίλιες φορές το θάνατο από κείνη τη ζωή.

Τανιστορούσε η Μαριγή από τη μια το τι την περίμενε, θυμούνταν από την άλλη το ιερό το λείψανο που μαύρο και καρβουνιασμένο κοιτότανε στου Μελιδονιού τη σπηλιά, το λείψανο του πονεμένου της Μανουσάκη, που ως και τη φωνή του την άκουγε ακόμα, τότες που στο σπίτι τους μέσα την παρακαλούσε να φύγουνε πρι να πλακώση η αρβανιτιά, και κείνη πάσκιζε να μαζέψη και να πάρη τα νυφικά της, ώσπου πλάκωσαν τα θεριά, και θαρρώντας ο δόλιος πως έφυγε κ' η Μαριγή με τη μάννα του, που την έβλεπε κ' έτρεχε κατά το σπήλιο, αφίνει την αγαπημένη του πίσω και φεύγει, και κλειέται στο σπήλιο μαζί με τους άλλους, και σαν είδε ύστερα πως έλειπε η καλή του, τρέλλα και τρέλλα τον πήρε.

Στο Τινταγκέλ, ο Βασιληάς την τιμάει και την υπηρετεί. Ζη μέσα στη χαρά. Βέβαια το κουδουνάκι του μαγεμένου σκυλλιού τάκαμε αυτά. Με ξεχνάει, και λίγο τη μέλει για της περασμένες χαρές και λύπες, λίγο την μέλει για το δυστυχισμένο που περιπλανιέται σ' αυτόν τον καταστραμμένο τόπο, Κ' εγώ λοιπόν δε θα ξεχάσω ποτέ κείνη που με ξεχνάει; Ποτέ δε θα βρω κάποια που να γιατρέψη τη λύπη μου

Δε μας ξάφνισε λοιπόν διόλου, όταν ο γιατρός μας είπε μια μέρα τη γνώμη του, δηλαδή πως μόνο μια νέα εγχείριση μπορούσε να σώση την Έλσα. Είμαστε κείνη την ημέρα σα να είχε καταδικαστή σε θάνατο η ζωή μας όλη κ' έβλεπα πως η Έλσα αποχαιρετούσε όλα γύρω της.

Μα ο Δόρκωνας ο γελαδάρης που είχε ανασύρει το Δάφνη και τον τράγο από το λάκκο, παλληκάρι που μόλις έβγανε γένια και που ήξερε και τ' όνομα και τα έργα του έρωτα, αμέσως από κείνη την ημέρα ερωτεύτηκε τη Χλόη· κι όταν επέρασαν κι άλλες πολλές ημέρες πιο πολύ εφλογιζόταν η ψυχή του· και περιφρονώντας το Δάφνη, σαν παιδί που ήτανε, εστοχάστηκε να τον παραμερίση ή με δώρα ή με φοβερίσματα.

Ήτον ο γιδάρης του μοναστηριού, που τραγουδώντας κατέβαινε να ιδή τι να γίνωνται τα βακούφικα, πούχαν μείνει την ημέρα κείνη για χάρι του πανηγυριού με τα μικρό κοπέλλι του και με τα δυο σκυλιά.