United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ο θείος ιατρός δεν ωμοίαζεν ακόμη τότε τους σημερινούς απογόνους του, οίτινες κρύπτουσιν ενίοτε εις τας μητέρας τα τρυφερά νοσήματα των υιών των, και επρόδωκε το μυστικόν εις την Αφροδίτην.

Και προσέχουν να είνε τρυφερά και δροσερά, διότι τα πανιασμένα δεν τα τρώγουσιν οι ευγενείς μεταξοσκώληκες. Αυτό είνε το καματερό. Και πράγματι κάματος και πόνος συνοδεύει την ανάπτυξίν του. — Πάλι για φύλλα Μα! έλεγε κάθε πρωΐαν η Ελένη προς την μητέρα της. Και έσπευδεν η Γερακούλα και αι θυγατέρες της εις την άμπελον και εις την Κεχρεάν, όπου είχον χλοεράς συκαμινέας.

Εγώ ευχαρίστησα με τρυφερά κα αγαπητικά λόγια την άκραν της καλωσύνην, και αγάπην που εις εμέ έδειχνε βεβαιώνοντας την μεγάλην μου ευχαρίστησιν, και αγαλλίασιν διά μίαν τοιούτης λογής αντάμωσιν.

Κοιμάται κ' η σκούνα, τυλιγμένη μέσα εις αεροειδή πέπλον. Κι' αν εξυπνήση η θάλασσα μια φορά! Κι' αν εξυπνήση κ' η σκούνα μια φορά! — Ν' αρμένιζα μαζί της! Με τα πανιά! Το γνήσιον, το αληθές, το καθ' αυτό ταξείδι. Με τα πανιά! Άρρητος ο πλους, αχόρταστος η απόλαυσις, τρυφερά η συγκίνησις. Με τα πανιά!

Τον παρακάλεσαν να δεχτή λίγα σκούδα. Τα παίρνει και κάνει να δώσει απόδειξη, αλλά κείνοι δεν το επιτρέπουν και κάθουνται στο τραπέζι. — Δεν αγαπάτε τρυφερά.....; — Ω! ναι, απάντησε, αγαπώ τρυφερά τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη. — Όχι, είπε ο ένας από τους κυρίους, σας ρωτούμε, αν αγαπάτε τρυφερά τον βασιλέα των Βουλγάρων. — Καθόλου, απάντησε κείνος, γιατί δεν τον είδα ποτέ!

« Μ' ελπίδα για να τον ευρώ «'Σ τα στήθηα να τον σφίξω, » Καιένα φίλημα γλυκό «'Σ το στόμα του το ερωτικό, » Τον έρωτα να πνίξω.» « Τον έρωτα, που μ' έβαλε » Τη φλόγατην καρδιά μου, » Που μ' άναψε τα τρυφερά, » Τα στήθηα μ' άσβεστα πυρά· » Και καιν τα 'σωθικά μου

Η παρατήρησις αύτη άμεσον μεν συνέπειαν είχε να κενωθώσι τα πλήρη καλάθια, έμμεσον δε να σιγήση προς ώραν η τρυφερά του Σουσαμάκη σύζυγος. Προς ώραν είπομεν, και ο αναγνώστης ημών εννόησε βεβαίως εκ της αμυδράς εικόνος των νεονύμφων, ην παρέσχεν αυτώ ο ανωτέρω διάλογος, ότι το υπόλοιπον της ημέρας δεν παρήλθεν ήρεμον και ατάραχον.

Εσύ μονάχα, κυρ Στρατή, ξεύρεις να γιορτάζης τα Χριστούγεννα. Του είπεν ο φούρναρης. Και ο κυρ Στρατής εκαμάρωνεν, ως γαμβρός, έχων δίπλα την ωραίαν νύμφην. Μετά τούτο επανήλθεν εις τον οίκον του· και ψήσας τα τρυφερά εντόσθια του ζώου, εκουτσόπινεν, αναμένων την εσπέραν. Παν ό,τι άλλο εχρειάζετο, είχε προμηθευθή εν αφθονία.

Πλήθος αυλάκια αφρόδροσα, οπ' έρχονται από τα κεφαλόβρυσ' απάνου κι οπ' αυλακώνουν εδώ κ' εκεί ολούθε τα πλάγια εκείνα, ξύπναγαν στα πατήματα του λιθοφορτωμένου κόσμου και με τα τρυφερά τους μουρμουρητά έλεγες ότι τόνα ρωτάει τάλλο, νυσταγμένο το μαύρο ακόμα, για το ξαφνικό εκείνο και παράωρο ποδοβολητό του λαού.

Συ που μέκλαιγες τρυφερά όταν με τα ίδια σου τα χέρια με πήγαινες στη βάρκα που δεν είχε ούτε κουπιά ούτε πανιά. .. Γιατί καλλίτερα να μη διώξης από την πρώτη μέρα το περιπλανημένο παιδί, που ήρθε να σε προδώση; Α! μα τι έβαλα λοιπόν με το νου μου; Η Ιζόλδη είναι γυναίκα σου, κ' εγώ γυιός σου. Η Ιζόλδη είναι γυναίκα σου και δεν μπορεί να μ' αγαπήση!». Η Ιζόλδη τον αγαπούσε.