United States or Sierra Leone ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γραία πενθερά του Λυρίγκου, μανιώδης, συστρέφουσα τας χείρας, την ηπείλει τρομερά, και ο γαμβρός της, με ήθος παραπονεμένον, την επέπληττε . . . Κάτω εις τους πόδας, εις το βάθος της Σπηλιάς, ερρόχθει το κύμα . . . Έβραζεν, έβραζε, και το άντρον μετεβάλλετο εις στέρναν, και το νερόν της στέρνας εβρυχάτο μ' έναθρον φωνήν·Φόνισσα! — Φόνισσα!

Έβαλα μια φωνή. Εκεί μέσα στην εκκλησιά, γνώρισα δικούς μου ανθρώπους. Ήτον ο Λευθέρης, ο άνδρας μου, ο Στάθης, ο γαμβρός του κ' η Στάθαινα, η ανδραδέλφη μου, που είχε πάρει ευχή, καθώς φαίνεται, πριν σαραντίση και εβάφτιζαν το μικρό τους, την πρώτη κόρη που του είχε κάμει η γυναίκα του η νιόνυφη. Ένας άλλος άνθρωπος ήτον μαζί τους.

Η πομπή των καλεσμένων, μετά βιολίων και λαγούτων, άγουσα τον κουμπάρον και τον γαμβρόν, κατήλθε μέχρι της οικίας της νύμφης. Ανέβησαν εις την οικίαν ο γαμβρός, ο σύντεκνος, και οι οικείοι· οι πλείστοι επερίμεναν εις τα πρόθυρα της οικίας.

Και την νεκράν εκείνην πιστήν γυναίκα κι' ακριβήν την είχεν ο Ρωμαίος. Εγώ τους εστεφάνωσα, εγώ. Και την ημέραν του γάμου των του μυστικού απέθαν' ο Τυβάλτης. Ο άκαιρός του θάνατος εστάθηκεν αιτία εξωρισμένος ο γαμβρός από εδώ να φύγη. Αυτόν η νέα έκλαιε και όχι τον Τυβάλτην

Ο γαμβρός, αφού απέκτησεν έν τέκνον, έλειπεν όλον τον καιρόν, Εταξίδευε λοστρόμος με τα καράβια. Ήτον φημισμένος ναυτικός, αλλά σπάταλος κ' αξένοιαστος. Τώρα τελευταία, είχεν αργήσει τρία έτη να έλθη εις τον τόπον.

Άλλοι δε πάλιν έλεγον ότι έφερον την νέαν εις προτελετήν του γάμου της εδώ παρά τη θεά της Αυλίδος Αρτέμιδι. Αλλά ποίος άραγε να ήναι ο γαμβρός; Εμπρός λοιπόν, ετοίμασον τα κάνιστρα διά την θυσίαν. Στεφανώσατε με άνθη την κεφαλήν.

Σύρε να πης του Θανάση, είπεν ούτος, ο Στάθης, πες, τώχει το πορτοφόλι, και θα του το δώση, πες . . . Το πήρα, γιατί φοβήθηκα μην τ' αρπάξ' η θυγατέρα σου, την ώραν που τον έπιασεν ο βήχας . . . κι' αυτή πολεμούσε να τόνε καταφέρη για να της δώση της χίλιες δραχμές, τα παραπανισμένα που μας γύρευε ο γαμβρός. Τώρα πλεια η πόρτα έκλεισε . . . Πανωπροίκια δεν έχει.

Ιδέ την το άνθος που λαχτάριζες, το 'μάδησεν εκείνος· ο Χάρος κληρονόμος μου, γαμβρός μου είν' ο Χάρος Αυτός εστεφανώθηκε την κόρην μου· και τώρα θα ξεψυχήσω, κ' εις αυτόν θ' αφήσω ό,τι έχω. Και η ζωή μου και το παν ανήκουν εις τον Χάρον! ΠΑΡΗΣ Τόσον καιρόν επρόσμενα να έλθη τούτ’ η 'μέρα, κι' αυτό το θέαμα εδώ μου έμελε να φέξη! ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Κατηραμένη, άτυχη, πικρή και μαύρη 'μέρα!

Ο Ρούντυ ήτο, όπως λέγουν, καλός γαμβρός, αρκεί μόνον να μην ήθελε να αποβλέψη εκτός της κοινωνικής του σειράς. Ήτο χορευτής, που τα κορίτσα τον έβλεπαν 'στο όνειρόν των αλλά και τον οποίον και το ένα και το άλλο και ξύπνια τον περιέφεραν μαζί των μέσα εις τας σκέψεις των.

Ειπέ της μάννας σου, είνε φόβος μην πεθάνη ο Θανάσης, κ' ύστερα το πένθος θα μας κάνη ν' αναβάλλουμε τα στέφανα. . . . Κ' εγώ θα πω του Θανάση, πως είνε φόβος μην πεθάνη η μητέρα σου, κι' από τη λύπη μας θ' αναγκαστούμε ν' αναβάλλουμε το γάμο για του χρόνου. — Έννοια σου! . . . είπε μετ' αληθούς θαυμασμού ο γαμβρός. Ο Θανάσης ενέδωκεν εις το επιχείρημα της αδελφής του.