United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σε λίγο, που κρύφτηκαν κι' αυτοί πίσω από μια ραχούλα, ο Γκεσούλης άρχισε να γυρίζη γλήγορα-γλήγορα το κεφάλι του, πότε προς το δρόμο, που είχε πάρει ο Ξενιτεμένος, και πότε προς το δρόμο του χωριού, σαν πετροπέρδικα, που φοβάται να μην τη σκιώση το γεράκι. Τέλος έκανε τίναγμα ξαφνικό και ρούπησε κατά το δρόμο του Ξενιτεμένου! Πέρασαν τέσσερα χρόνια ολάκαιρα από τότε.

Λεφτά δεν είχε, ούτε κληρονόμους για να σκαλίσουν τη δουλειά, να βάλουν υποψίες με το νου τους και να μαλλιοτραβηχθούν γύρω απ' τον ξαφνικό θάνατό του.

Όμως θυμάμαι που άρχιζε μ' ένα α ν τ ά ν τ ε σπαραχτικό, που σούπιανε την καρδιά. Έλεγες, ακούοντάς το, πως είχες μέσα σου, μωρέ μάτια μου, κάτι τι που γύρευε να ξεσπάση. Κ' ύστερα, στο τέλος, ένα α λ έ γ κ ρ ο ξαφνικό, ένα τ ρ ι ο μ φ ά λ ε, ένα φ ι ν ά λ ε μοναδικό. Το φέρνεις στο νου σου; ΦΛΕΡΗΣ — Α! κατάλαβα.

— Τ' ήτανε πάλε τούτο το ξαφνικό, Καπεταν Γιάννη! τούπα με καλωσύνη, δίνοντας του το χέρι Όλο το νησί σταυροκοπιέται.. Γύρισε και με κύτταξε. — Κάθεσαι λιγάκι; μου είπε. Και τράβηξε το τσιμπούκι του, σαν να τραβούσε με τον καπνό μαζί όλες τις θύμησες της ζωής του. Ύστερα φούσκωσε τα μάγουλά του και τίναξε το πυκνό σύννεφο προς τον ουρανό. — Αμ' γι' αυτό ήρθα, του είπα. Να καθήσω.

Ποτέ δε θα λησμονήσω με τι βλέμμα άρρητης απελπισίας αγκάλιασε και κείνη το παιδί και το κοίταζε στα μάτια. — Τηλεγράφησες του Ούλοφ; μου είπε. Της είπα ναι με το νέμα και την είδα πως έσκυψε πάλι στο Σβάντε και τον έσφιξε στο στήθος της. Σπρωγμένος από ένα ξαφνικό ένστιχτο, σηκώθηκα και βγήκα όξω κι άφησα τη γυναίκα μου μόνη με το γερό παιδί της και με το ετοιμοθάνατο.

Την ίδια στιγμή έρχεται ένα φύλλο δυνατό και ρίχνει κάτω και το πλωριό κατάρτι με όλες του τις σταύρωσες. Αμέσως αλάφρωσε το ξύλο. Έβγαλεν ένα δυνατό στέναγμα, σαν άλογο γονατισμένο από βαρύ φορτίο, αντρειεύτηκε κ' ετινάχτη με την πλώρη ολόρθη. Στο ξαφνικό ορθοπλώρισμα εκυλίσαμε όλοι στην πρύμη σαν ασκιά.

Πέντε μήνες είχε παπάς και δεν τούχε τύχει στην ενορία του τέτοιο ξαφνικό, νύχτα ώρα. Υγεία βασίλευε στο νησί. Κάνα δυο γέροι είχαν πεθάνει άξαφνα, είχανε μείνει στον τόπο, που ούτε πρόφτασαν να τους μεταλάβουν. — Τι λες, ευλογημένε; Είμαι κι' ανήμπορος. Με τάραξε θέρμη σήμερα. Πώς να κινήσω νάρθω, με τέτοιον καιρό; — Για το Θεό, παπά μου. Ψυχή άνθρωπου χάνεται. Πρόφτασε!

Είχε την απαλάμη του διανοιγμένη στο πρόσωπό του απάνου, σα να φασκελωνόταν μοναχός του!.. — Ξαφνικό μεγάλο!.. — Η καψο-Λιακού επαραλόησε, ακούς. Επήρε τα βουνά ζουρλή η μάβρη, και τρέχει πίσωθέ της το χωριό, να την πιάσουν μην πέση πουθενά και γκρεμιστή, κι ακόμα να την πιάσουν, συφορά της!..

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Θαποδειχθή και στη στιγμή από τον ίδιο σου εαυτόν. Όταν τηλώνεσαι ζουμί εσύ στα Παναθήναια, και η κοιλιά σου πρήσκεται, σε ξαφνικό γουργουρητό και κλονισμό δεν βρίσκεται; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Τι λες.

Όλη η μολυβένια εκείνη θλίψη, που βάραινε το σπίτι συντρίφτηκε σαν από ξαφνικό φύσημα ευσπλαγχνικού ανέμου και το παλιοσαράγι, φάνηκε σα να ξανάνιωσε, σα να ξανάγινε καινούργιο, χαρωπό!