United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί ένοιωθα ένα συναίστημα ενοχής μέσα μου, ένα συναίστημα ενοχής που με βάραινε. Όμως δεν μπορούσα να βρω πότε έσφαλα. Νόμιζα πως χωρίς άλλο εγώ είμουνα ο ένοχος. Όταν πήγα να κοιμηθώ, είδα πως η Έλσα είταν ξυπνητή ακόμα. Όταν όμως έπεσα, έσκυψε και μου φίλησε το χέρι. Ποτέ άλλη φορά δεν είδα το πρόσωπό της με τόσο ευτυχισμένη έκφραση.

Ο ντον Τζάμε έγινε πιο τυραννικός μαζί τους. Πουλούσε τα απομεινάρια της περιουσίας του, κακομεταχειριζόταν τον υπηρέτη, ενοχλούσε όλον τον κόσμο με τους καυγάδες του, ταξίδευε πάντα με την ελπίδα να ανταμώσει την κόρη του και να την ξαναφέρει στο σπίτι. Η σκιά της ατίμωσης που έπεφτε πάνω του και σ’ όλη του την οικογένεια, εξ αιτίας της απόδρασης της Λία, τον βάραινε σαν μαρτύριο κατάδικου.

Ήταν η τιμωρία του Θεού που βάραινε επάνω του. Τότε άρχισε αργά αργά να μιλάει , πιάνοντας τον ποδόγυρο της φούστας της Νοέμι και δεν καταλάβαινε καλά καλά τι έλεγε, θα πρέπει όμως να μην ήταν και πολύ πειστικός επειδή η γυναίκα συνέχιζε το ράψιμο και δεν απαντούσε, ήρεμη πάλι με ένα διφορούμενο χαμόγελο στα χείλη.

Εκείνος μάζεψε από χάμου τον πανσέ και πήγε να κάτσει στη σκάλα, όπως τη νύχτα μετά το θάνατο της ντόνας Ρουθ. Δεν αναρωτιόταν πλέον γιατί η Νοέμι απαρνιόταν τη ζωή∙ νόμιζε πως καταλάβαινε. Ήταν η τιμωρία του Θεού που έπεφτε επάνω του, η τιμωρία που βάραινε επάνω σ’ όλο το σπίτι. Κι εκείνος ήταν το σκουλήκι μέσα στο φρούτο, ήταν το σαράκι που έτρωγε το πεπρωμένο της οικογένειας.

Όλη η μολυβένια εκείνη θλίψη, που βάραινε το σπίτι συντρίφτηκε σαν από ξαφνικό φύσημα ευσπλαγχνικού ανέμου και το παλιοσαράγι, φάνηκε σα να ξανάνιωσε, σα να ξανάγινε καινούργιο, χαρωπό!

Έτσι είπε, κι' άλλη απ' τη χορδή του τίναξε σαΐτα 300 κατάγναντά του, κι' η καρδιά του ζήταε ναν τον σφάξει· μα δεν τον βρήκε, μον χτυπάει το Γοργοθιό στο στήθος, λεβέντη του Πριάμου γιο, που η μάνα του απ' τ' Αησύμι νύφη ήρθε και τον γέννησε, η ροδοσταλαγμένη Καστιάνειρα, πούχε θεάς κι' όχι γυναίκας κάλλη. 305 Και δίπλα ο νιος την κεφαλή γυρνάει, σαν παπαρούνα π' άνοιξης άθια και καρπό σε κήπο φορτωμένη λυγάει, σαν πιάσει δυνατός νοτιάς και τη φυσήσει· έτσι έγυρε την κεφαλή που βάραινε απ' το κράνος.

Αν κ' έλεγε με περηφάνεια πως είναι μητέρα δυο παιδιών, η Έλσα είταν ακόμα τόσο νέα κι όταν έβγαινε περίπατο ακκουμπημένη στο μπράτσο του αντρός της, τα βήματά της είτανε τόσο ελαστικά, κ' ενώ βάδιζε, έγερνε απάνω μου με μια κίνηση, που έδειχνε πως αν το ωραίο κεφάλι της το βάραινε κάτι, το κάτι αυτό δεν είτανε τα χρόνια.