United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε δε θα θυμώσης, αν σου πω ακόμα πως κάθε βράδι κάνω την προσευχή μου, έτσι όπως την έκανα όταν είμουνα παιδί. Σε ποιον προσεύχουμαι δεν το γνωρίζω. Μα βάζω και τα παιδιά και προσεύχουνται για σε, για με και για τον εαυτό τους. Άφησα τα κουπιά, σηκώθηκα από τη θέση μου κ' έπιασα με τα δυο χέρια τα πρόσωπο της γυναικός μου και τη φίλησα χωρίς να μπορώ να προφέρω λέξη.

Σε λίγο φάνηκε το Βαγγελιό. Ανέβαινε τον ανήφορο και κάθε λίγο στεκότανε ν' ανασάνη· και τη λυπήθηκα που φανταζόμουνα την κούρασή της. Κρατούσε καλάθι, ώστε να φαίνεται σα να χορτολογούσε ή, πως πήγαινε σένα λαχανόκηπο δικό των, πούταν, παραπάνω. Σηκώθηκα πίσω από τα παράκλαδα της χαρουπιάς για να με δη. Κη καρδιά μου αληθινά σκιρτούσε, σα νάθελε να τρέξη σε προϋπάντησή της.

Ας είμαι ως τόσο καλά που πήγα και το είπα της Γαρουφαλιάς άμα σηκώθηκα, να μην αληθέψη το έρμο. Έβαλες, Αρετούλα μου, νερό στη φωτιά; Πήγαινε, κόρη μου, βάλτο, να σε λούσω απόψε στου φεγγαριού τις αχτίδες, να τα κάμω στην αστροφεγγιά τα σγουρά σου. Σήκω, αγάπη μου, κ' έχε το νου σου και στο φαεί των παιδιών. Άργησαν οι βλογημένοι, και πρέπει να μποδίστηκαν κάπου. Αρετ.

Κι όταν πέθανε αυτό, έσκυψε κείνος αποπάνω μου περσότερο από πριν, άπλωσε τα μελανά φτερά του απάνω από το σπίτι μου και δεν έφυγε πριν αρπάξει από με και τους δικούς μου εκείνη που μας είταν πιο ακριβή απ' όλα στη ζωή, γιατί μας είταν πιο ακριβή από τη ζωή την ίδια. Σηκώθηκα και κοίταξα όξω. Ακροάστηκα την αναπνοή της και δεν μπορούσα να πιστέψω πως είταν ξαπλωμένη εδώ κ' έμελλε να πεθάνη.

Αγάλι' αγάλια κι η καταχνιά πήρε δρόμο, ο ουρανός ξάνοιξε, φάνηκε το γαλάζιο χρώμα του. Εκειός ο αέρας μ' έσωσε. Σηκώθηκα ορθός, λίγο ν' αναποδογυρίσω το μονόξυλο.. Να! και φάνηκε η στεριά, οι καλαμιές, τα δέντρα. Είμαστε ανάμεσα πελάου. Του λόγου της πάντα αναίστητη. Στην αρχή την πήρα πως τα τίναξε. Άρχισα να την τρίβω. Τη βάρεσε ο αέρας κι αυτή, άρχισε νάρχεται στα σέστα της.

Μιλούσαν κ' οι τρεις τους σα ν' αρραβωνιάστηκε η Ελένη... Όλα τα καλά της ιστορήθηκαν, όλες οι μορφιές της, ως και τα παλιά της τα πάθια. Δεν μπορούσα πια να βαστάξω. Σηκώθηκα και βγήκα στην αυλή. Άνοιξα τη θύρα, πήρα τα μάτια μου, κ' έφυγα. Πού πήγαινα δεν ήξερα. Μ' έβγαλε ο δρόμος στον Ανεμόμυλο. Ανέβηκα το βουναράκι.

Ποτέ δε θα λησμονήσω με τι βλέμμα άρρητης απελπισίας αγκάλιασε και κείνη το παιδί και το κοίταζε στα μάτια. — Τηλεγράφησες του Ούλοφ; μου είπε. Της είπα ναι με το νέμα και την είδα πως έσκυψε πάλι στο Σβάντε και τον έσφιξε στο στήθος της. Σπρωγμένος από ένα ξαφνικό ένστιχτο, σηκώθηκα και βγήκα όξω κι άφησα τη γυναίκα μου μόνη με το γερό παιδί της και με το ετοιμοθάνατο.

Τι θέλεις εγώ να γράφω; Τάχατις για να ξεχάσω; Για τούτο μου τα παραγγέλνεις; Αχ! καημένε μου Ψυχάρη, δεν ξεχνώ και δεν μπορώ να ξεχάσω. Και δε θέλω να ξεχάσω, γιατί αφτό μου απόμεινε τώρα. Η χαρά μου είναι που τη θυμούμαι. Να ζήσης, καλέ μου, που στάθηκες τόσο πιστός μου φίλος και που μ' αγαπάς. Σε γλυκοφιλώ, αδερφέ μου. Άμα διάβασα το γράμμα του Πάλμου, σηκώθηκα και πήρα το σιδερόδρομο.

Νέα διακοπή κέπειτα μούπε: — Έλα 'δα να μου διαβάσης τα γράμματα. Σηκώθηκα κέβγαλα το δέμα από το στήθος μου. Είχα βάλει τα γράμματα σε χρονολογική σειρά· κιόλα είχαν το στερεότυπο προοίμιο περί της υγείας. Στα περισσότερα έκανα και προσπάθειες «πεπαιδευμένου» και παράχωνα κάπου κάπου καμμιά λέξη η φράση από τα βιβλία που διάβαζα.

Τέλος ένας Πορτογάλλος μπαρμπέρης έδειξε κουράγιο: ξανάραψε το δέρμα μου· ακόμα κ' η γυναίκα του με φρόντισε· σηκώθηκα στο πόδι μέσα σε δεκαπέντε μέρες. Ο μπαρμπέρης μου βρήκε δουλιά· κ' έγινα λακές ενός Μαλτέζου ιππότη, που πήγαινε στη Βενετία· αλλ' επειδή ο κύριός μου δεν είχε να με πληρώση, μπήκα στην υπηρεσία ενός Βενετσάνου εμπόρου και τον ακολούθησα στην Κωσταντινούπολη.