United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' έκλεισε τα μάτια της η βασίλισσα και πέθανε. Ο γέρος ο βασιλιάς έπεσε σε μεγάλη θλίψη. Ένα πρωί εκεί που ο βασιλιάς μονάχος του έκλαιγε της βασίλισσας το χαμό με τη λαχτάρα του παιδιού του, ένας μαντατοφόρος χύθηκε σαν αστραπή μες στο παλάτι. — Αφέντη βασιλιά μου, είπε, να! το χάσιμο! Έβγαλε απ' τον κόρφο του την τραχηλιά με τα μαργαριτάρια και την απίθωσε στα γόνατα του βασιλιά.

Σκόρπα τον, τρέλλα, το νου μου! Μαύρο σύννεφο κάμε τονα, κι ας ξεσπάση να χύση κατακλυσμό δάκρια πάνω στα μνήματα των παιδιώ μου! Γαρουφ. Κερά μου, για χάρη της μονάκριβης κόρης σου, και για την ψυχή των αγοριώ σου που τα πήρ' ο Θεός κοντά του, μην αφίνης τη θλίψη να σε παρασέρνη σε τόσο βάθος. Κάμε καρδιά, κερά Δέσπω, και μην ξεχνάς πόσες μάννες μυρολογάνε μαζί σου αυτές τες μέρες. Δέσπω.

Εύρεν όμως καιρόν ο βοσκός να θλίψη το σώμα της εις τον κόλπον του και να κολλήση τα χείλη του εις το στόμα και τον τράχηλόν της, τον χνοώδη και καμαρωτόν ως της χήνας. Η Σμάλτω, εις την επαφήν εκείνην των χειλέων του την καίουσαν, ανετινάχθη ως να εφυσήθη αίφνης νέα ζωή εντός αυτής, κατακόκκινη εξ εντροπής, ταραγμένη διότι επροδόθη η αδυναμία της.

ΣΕΒΑΣΤ. Μία·λέγε. ΓΟΝΖ. Ανίσως, όποια θλίψη τύχη, την ξενοδεχθή κανείς, ο ξενοδόχος... ΣΕΒΑΣΤ. Πλουταίνει. ΓΟΝΖ. Πλουταίνει, τωόντι, καϋμούς· εμίλησες σωστότερα απ' ό,τι εννοούσες να μιλήσης. ΣΕΒΑΣΤ. Η εξήγησή σου είναι γνωστικώτερη απ' ό,τι απάντεχα από σε. ΓΟΝΖ. Λοιπόν, κύριέ μου, — ΑΝΤΩΝ. Ε! πώς κακοξοδεύει τη γλώσσα του! ΑΛΟΝΖ. Λυπήσου με, σε παρακαλώ. ΓΟΝΖ. Καλά, σωπαίνω· όμως...

Η γριά, αυτό τουλάχιστον δεν σου το είπε. Τώρα όμως πρέπει να το σκεφτείς σοβαρά. Πρέπει να το βγάλεις από το μυαλό της θείας σου αυτό το σαράκι, καταλαβαίνεις; Καταλαβαίνεις;» «Τι μπορώ να κάνω εγώείπε τελικά το Τζατσίντο και σαν να τον ξανακυρίεψε η παλιά του θλίψη. Σκυφτός μες στη σκιά κοίταζε τη γη στα πόδια του και έβλεπε μια μαύρη άβυσσο. «Τι μπορείς να κάνεις; Το ξέρεις, σου το είπα.

Έρριξα μια πεντάρα στο δίσκο του, γιατί η χαρά κ’ η βοή του κόσμου μούφερνε μια παράξενη θλίψη στην ψυχή και ζητούσα να πάρω μιαν αχτίδα χαράς απ' τη δυστυχία του ζητιάνου. Ο ζητιάνος με κύτταξε με αδιαφορία, χωρίς να μ' ευχαριστήση καθόλου, κ' η ελεημοσύνη μου φάνηκε πως του πείραξε τα νεύρα. Εγώ τον ερώτησα: — Τι κυττάζεις εκεί; Χωρίς να γυρίση να με ιδή, μου είπε: — Κυττάζω το δρομαλάκι.

Εδώ γύριζε τριγύρω, σα να ένοιωθε από την πρώτη στιγμή πως είτανε στο σπίτι της. Εδώ λησμονήσαμε πως η ζωή κ' οι άνθρωποι μας είχανε πληγώσει βαριά και πως και μεις, για να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας, ανταποδώσαμε τα χτυπήματα. Εδώ λησμονήσαμε τη θλίψη του χειμώνα και τις εκνευριστικές διασκεδάσες του.

Σε τέτοιο σώμα, βέβαια, κατοικεί αθάνατη ψυχή. — Κυττάξτε, φεύγουν είπε ο Γκενεβέζος με θλίψη. Η Ελπίδα ήταν κατεβασμένη από τον ώμο του Δημητράκη και βάδιζε μπροστά, κρατώντας ένα κλαρί ολανθισμένης λεμονιάς. Εβάδιζε γελαστή και ζωηρή, σα να είχε κυριέψη τον κόσμο. Η καλοδέματη κορμοστασιά της εφούμιζε το διάστημα, σαν τόνος απαραίτητος στη ζωγραφιά.

Μούτον ανυπόφορο να βλέπω έτσι κείνη που μεγέννησε καισθανόμουν ντροπή μαζή και θλίψη νανακαλύπτω ότι κείνη, που της έδιδα την καλωσύνη της Παναγίας, ήτο τόσο άδικη και σκληρή για μια κοπελιά, σαν το Βαγγελιό. Η λύπη κη αγανάχτησή μου ξεθύμανε, όσο μπορούσε να ξεθυμάνη, σένα γράμμα από κείνα που δε θα πήγαιναν.

ΜΙΡ. Ω! μου κλαίει η καρδιά ενώ φαντάζομαι πόση θλίψη θα σου επροξένησα τότε κ' εγώ δεν το θυμάμαι! Λέγε, αν αγαπάς.