United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Νά τι είνε όλον το μυστικόν! προσέθηκεν η κόρη, και με έδειξεν εις τον τρυφερόν της καρδίας της τύραννον. — Ω! ω! . . ανέκραξεν εκείνος, έχομεν και μετοχάς, βλέπω, Μαριγάκι; και η φωνή αυτού ήτο μελωδίας αυλού μελωδικωτέρα, και μειδίαμα γόητος διέστελλε τα μυστακοφόρα του χείλη. Μου την εχάρισε σήμερα η κυρία. — Και συ . . θα την χαρίσης βέβαια εις τον Δημητράκη σου.

1854, Φλεβαριού 26 . Των Αγίων Θεοδώρων ο καπετάν Θοδωράκης Γρίβας στο Κουτσουλιό πολέμησε με τ' ασκέρια του Αβδή πασά από το πρωί ως το βράδυ με ολίγα παλληκάρια και με το γιο του το Δημητράκη. Το βράδυ τ' ασκέρια φοβήθηκαν μην πλακώσουν και Σουλιώτες και γύρισαν στα Γιάννινα και την αυγή ο Γρίβας έφυγε για το Μέτσοβο. 1855, Φλεβαριού 6 , μέρα Τετράδη.

Κοντεύεις, Δημητράκη; — Πού να κοντεύω, αδελφή! ακόμη δεν ξυρίσθηκα. Έπειτα, δεν βλέπω κι' όλα, και κατακόπηκα . . . — Ου, καϋμένε! Έλα 'δω που έχει περισσότερον φως. — Αυτού; και πού να σταθώ; εις τον αέρα; — Έλα, έλα τώρα, και σου κάμνω τόπον. Εγώ ετελείωσα σχεδόν· μόνον την τραχηλιά μου έχω να βάλω.

Μα βαστάχτηκε· χαμήλωσε στο λείψανο το κεφάλι και φρόντιζε να μη βλέπη και να μην ακούη το ρήτορα. Ήταν όμως αδύνατο. Ο Αριστόδημος έλεγε κ' έλεγε κ' έδειχνε πως δεν είχε σκοπό να τελειώση. Και τα λόγια του έκαναν στο Δημητράκη όλως διόλου αντίθετη εντύπωση απ' ό,τι έκαναν στους άλλους ακροατές. Τον συγκινούσαν γιατ' ήταν τέτοια, μωρά κι ανάξια για το θέμα που είχαν.

Δεν ήθελε να δείξη πως το σκέφτεται καθόλου, μα μέσα του δούλευε το σκουλήκι. Δεν έβλεπε με καλό μάτι το γάμο. Η δραστηριότη του Δημητράκη από καιρό τον ανησυχούσε· στην προκοπή εκεινού έβλεπε φως φανερά το δικό του θάνατο. Τόβλεπε αυτός όπως τόβλεπε κι ο Χαγάνος. Μα δεν ήθελαν να το φανερώσουν. Ο Αριστόδημος όμως έπιασε γι' αυτούς μεγάλη φιλονεικία με τον αδερφό του.

Έλα να μην πάμε, Δημητράκη μου, αι; πού να κάθημαι τόρα ν' αλλάζω . . . — Σου βοηθώ εγώ, δεν πειράζει. — Νά η ώρα, που θα μου βοηθήσης εσύ! Έπειτα, κύτταξε τι καιρός κάμνει έξω. Κρύο, λάσπαις . . . — Τι σημαίνει; μήπως θα πάμε πεζοί; — Α! είδες! λησμόνησα να παραγγείλω αμάξι. — Τόσο το καλλίτερο λοιπόν· άφησε τον Σουσαμάκη σου να κουρεύεται.

— Α! Δημητράκη, . . λέγει, μόλις κατορθούσα να αρθρώση τας λέξεις, σε βεβαιόνω . . . μεγάλο ήτον το χατήρι σου απόψε . . . να υποφέρω όλον αυτόν τον κόπον, διά να 'πάγω να πιω το τσάι του Σουσαμάκη σου! — Έννοια σου, Φρόσω μου, απαντά ο Παρδαλός πονηρώς, έννοια σου, και δεν θα πιης μόνον τσάι απόψε εις του Σουσαμάκη.

Και κάθε φορά που τέλειωνε ο στίχος, το γέρικο αντρόγυνο έβγαζε κάποιο στέναγμα βαθύ κι ατέλειωτο, λες κι ανάσαινε ο Κάτου κόσμος. — Ωχωχ! ωιμένανε!... Γύρω στη νεκρή κάθονταν οι τρανοί ένας κ' ένας. Ο Χαγάνος με το γιο του· ο Βασίλης ο Ζάρακας, ο Μήτρος ο Γλάμης κι ο Θεομίσητος. Ανάμεσά τους κάθονταν ο Περαχώρας κι ο Γκενεβέζος και πίσω απ' το Δημητράκη, σκυφτός προς την Ελπίδα ο Αλαμάνος.

Οι ξένοι τόσο θα θαμπωθούν, που μόνοι τους θα μας δώσουν την πατρογονική κληρονομιά μας.... — Ω! δυστυχία μας! έβγαλε δυνατή φωνή η κυρά Πανώρια. Και πιάνοντας το κεφάλι με τα δυο της χέρια, έτρεξε στην πόρτα, βγήκε από το δωμάτιο, κράζοντας με όλη της τη δύναμη, σα να ζητούσε βοήθεια·Δημητράκη, Δημητράκη! χαθήκαμε! Ο Άλταης ο Χαγάνος ξύπνησε τ' απομεσήμερο με πολλή κακή διάθεση.

Άξιζε τάχα τέτοια θυσία; εμουρμούρισε αργά και στοχαστικά σα να ρώταε τον εαυτό του. — Άξιζε δεν άξιζε εκείνοι δεν το λογάριασαν. Είπαν να κάμουν κράτος και τόκαμαν· τ' άλλα τ' άφηκαν στα παιδιά τους... Μα σα να κουράστηκες βλέπω· πρόσθεσε η κόρη βλέποντας το Δημητράκη αφαιρεμένο. Σε ζάλισα με το κέντημά μου. — Όχι, Ελπίδα, όχι· είπε βιαστικά εκείνος εμποδίζοντάς την να τυλίξη το μετάξι.