United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο νέος ο κυνηγός δεν άκουσε τα δυο της τα χείλια, μόνο άκουσε τα δυο της τα ματάκια κ' έπεσε στην αγκαλιά της. Χίλια χρόνια βάσταξε το αγκάλιασμά τους και τα φιλιά τους άλλα τόσα. Και σα σήκωσε το κεφάλι του ο κυνηγός απ' τα γλυκά της στήθια, έβγαλε από μέσα απ' την τσάντα του μια τραχηλιά με μαργαριτάρια και την πέρασε στον άσπρο της λαιμό. Η βοσκοπούλα ξαφνιάστηκε.

Χρειάζεται σαπούνι και τρίψιμο.,, Τώρα κι' από μέσα στην τραχηλιά και στη ράχη., Είδες! Τέλειωσε ως που να πεις έλα Χριστέ. Από δω κι' από κει οι άλλοι κληρωτοί πλαίνανε με προθυμία και πείσμα. Άλλοι τα καταφέρνανε, κι' άλλοι κυττάζανε να τελειώσουν όπως-όπως. Ο Ρένας πήρε τους δυο κουβάδες και τους ξαναγέμισε με καθαρό νερό από την τρούμπα.

Περσότερα δε θυμόμουνα, παρά μόνο μια τραχηλιά από μαύρη γούνα, ένα ζευγάρι μαύρα μακριά γάντια και το σφίξιμο ενός χεριού, που έδινε την ξαφνική και δυνατή εντύπωση ενός κάτι άγρυπνου, αληθινού και γεμάτου ειλικρίνεια. Από το εξωτερικό της δε μου έμεινε στο νου άλλο τίποτε, τόσο που έπειτ' από λίγες μέρες πέρασα κοντά της χωρίς να τη γνωρίσω.

Όντας πήρε ανάστημα και λεβεντιά και κορμί κι αγέρα, κ' επρόβαλε παλληκαράς κι αντρειωμένος κ' έμαθε πως αγριοδάμαλο του λόγγου έπεφτε κ' εχάλαε της αδερφής του τα κτήματα κι οπούχε σκοτώσει όσους είχαν πάει κατά πάνω του, καβαλικεύει τ' αχώριστο τ' άλογό του, το μπάλλιο, κι άδραμε· το απάντησε, και με μια σπαθιά μοναχά του κατάκοψε την τραχηλιά πέρα ως πέρα και το θανάτωσε.

Όντας πήρε ανάστημα και λεβεντιά και κορμί κι αγέρα, κ' επρόβαλε παλληκαράς κι αντρειωμένος κ' έμαθε πως αγριοδάμαλο του λόγγου έπεφτε κ' εχάλαε της αδερφής του τα κτήματα κι οπούχε σκοτώσει όσους είχαν πάει κατά πάνω του, καβαλικεύει τα αχώριστο τ' άλογό του, το μπάλλιο, κι άδραμε· το απάντησε, και με μια σπαθιά μοναχά του κατάκοψε την τραχηλιά πέρα ως πέρα και το θανάτωσε.

Κοντεύεις, Δημητράκη; — Πού να κοντεύω, αδελφή! ακόμη δεν ξυρίσθηκα. Έπειτα, δεν βλέπω κι' όλα, και κατακόπηκα . . . — Ου, καϋμένε! Έλα 'δω που έχει περισσότερον φως. — Αυτού; και πού να σταθώ; εις τον αέρα; — Έλα, έλα τώρα, και σου κάμνω τόπον. Εγώ ετελείωσα σχεδόν· μόνον την τραχηλιά μου έχω να βάλω.

Κρατείτη ζώνη τα κλειδιά που πήρε από το Κούγγι Όταν τον έφαγε η φωτιά. Αχτίδαις τα μαλλιά του Τα γένεια σπίθαις και καπνός. Οι πέντε του συντρόφοιτον ώμο τους τονέ βαστούν. Ανέμιζαν τριγύρωτο φοβερό καλόγερο παιδιά βυζασταρούδια, Αγράμπελαις που εφύτρωσαντο βράχο του Ζαλόγγου, Καθένα τούχε η μάνα τουτην τραχηλιά της ρόδο.

Της άγκιξε τη χνουδωτήν τραχηλιά, και της είπε χαδεφτά «μη λάχη κ' έχεις στελέτα στον κόρφο, κυρά μου;», και τούπε ο Γέρο-Ντούντουνας «φάτε μάτια, ψάρια, Κυρ- Λοχία μ'». Ανέβηκε πεταχτή, σαν πέρδικα, τη σαπισμένη σκάλα του Ένα και του Τέσερα , κ' ήρθε κ' εκόλλησε το ροδοκόκινο προσωπάκι της όξω, στο σιδερόπλεχτο φεγγίτη του Ένα , που καρτερούσε με λαχτάρα ο άμοιρος ο Βεργής απομέσα.

Κ' έκλεισε τα μάτια της η βασίλισσα και πέθανε. Ο γέρος ο βασιλιάς έπεσε σε μεγάλη θλίψη. Ένα πρωί εκεί που ο βασιλιάς μονάχος του έκλαιγε της βασίλισσας το χαμό με τη λαχτάρα του παιδιού του, ένας μαντατοφόρος χύθηκε σαν αστραπή μες στο παλάτι. — Αφέντη βασιλιά μου, είπε, να! το χάσιμο! Έβγαλε απ' τον κόρφο του την τραχηλιά με τα μαργαριτάρια και την απίθωσε στα γόνατα του βασιλιά.

Τώρα η καπότα μου έγεινε δυσκολόβρετη. Την είχε αποκάτω του το πεσμένο σαμάρι του μουλαριού. Τα χρειάστηκα τώρα. Έπλεγαν 'ςτο νερό τα ποδάρια μου, μ' έπνιγε η βροχή αποπάνου, μώμπαινε από την τραχηλιά μέσα κατάσαρκα η σταλαματιά της, μου μούσκεσε τα σκουτιά, μου πόντιαζε το κορμί κ' έπεφτε κάτου, 'ςτα λαγαρά και 'ςτα σκέλια. Βόηθαε κι ο άνεμος.