United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και αυτή η χειρονομία του δεξιού χεριού μου φαίνεται προσποιημένη. Και ύστερα απ' ολίγο επρόσθεσε : — Μιλήστε μου για τον Κανόβα! Αμ' αυτός ο Απόλλων! Μου φαίνεται απλή αντιγραφή άνευ αμφιβολίας! Πιθανόν να είμαι τρελλός και ανόητος, αλλά δεν κατορθώνω να διακρίνω εις αυτόν τον Απόλλωνα την έμπνευσιν που τόσον εξεθείασαν. Δεν ημπορώ να μη προτιμήσω απ' αυτόν τον Αντίνοον.

Ως τόσο εξακολούθησε την εργασία του, αλλά και δεν έπαψε να παρακολουθή την άρρωστη και συνάμα να σκέπτεται τήθελε να πάη σαυτό το μέρος. Έπειτα την είδε να σηκωθή από την πέτρα που καθότανε κεμάντευε από μια κίνηση του χεριού της ότι έκλαιε.

Αχ, ήξερα πως με αγαπούσες, το ήξερα από αυτό το πρώτ' αντίκρυσμα του γλυκού σου βλέμματος, από την πρώτη πίεση του χεριού σου· αλλ' όμως όταν πάλι ήμουν μακριά σου, όταν έβλεπα τον Αλβέρτο στο πλευρό σου, έπεφτα πάλι στη θλίψη και στον πυρετό της αμφιβολίας.

1 Αριστίωνας και Σύλλας Η Αθήνα, η καρδιά κι ο νους του Ελληνισμού, είταν πρώτη τώρα στις μεγάλες τις συφορές, καθώς άλλοτε στις μεγάλες δόξες. Τα νησιά τα είχε του χεριού του ο καινούργιος ο τύραννος. Αμέτρητους Ρωμαίους είχε χαλασμένους στην Ανατολή, και τα στρατέματά τους πλημμυρίζανε Θράκη, Μακεδονία, Θεσσαλία, και τέλος την Αττική. Μεγάλη και γενική οχλοβοή στην Αθήνα.

Τώρα να δούμε και με τι τρόπο άλλος θεομπαίχτης, ο φίλος του ο Ευσέβιος της Νικομήδειας, εκεί που σύχαζε ο τόπος ύστερ' από τους κανονισμούς της Νίκαιας, κατόρθωσε να τον κάμη του χεριού του τον Αυτοκράτορα, με σκοπό να ξαναφέρη πίσω τον ξορισμένο τον Άρειο.

Τι εγώ σας λέω πως πίσω να πάμε πρέπει· εδώ ξανά μεσόκαμπα δεν πρέπει 255 να μας ξανάβρει η χαραβγή, τι το καστρί είναι αλάργα. Τι έχτρα σαν είχε με το γιο τ' Ατρέα αφτός ο άντρας, πιο τότες είταν οι οχτροί στη μάχη του χεριού μας.

Την αλάλιασε την άμοιρη τη Βεργινία που της απαντούσε με κάτι ξεψυχισμένα λόγια, με κανένα κούνημα του χεριού, στην αρχή κ' έπειτα καθόλου πια, παρά κοιτόταν με το πρόσωπο χαρτί βαθιά μέσα στο προσκέφαλο, κι άφηνε και της εσούβλιζε την ψυχή και της περίχυνε το κορμί της με ζεστά λάδια και με νερά παγωμένα το άρρωστο της το κορμί πλάκα κάτω απ'το γαλάζιο πάπλωμα-ως που λιγοθύμησε Τηνέ συνέφερε σε λιγάκι πάλι η καλή της η φιλενάδα με σπίρτο του καμινέτου που της έτριψε τα μηλίγγια και τα χέρια.

Έχουνε να πουν πως το χρωστούσε αυτό της πεθεράς του της Βερίνας, και πως τονέ διάλεξε αυτή για δικούς της σκοπούς, νάχη δηλαδή άνθρωπο του χεριού της και να κυβερνάη εκείνη το κράτος. Ο Ζήνωνας όμως, που καθώς θα δούμε δεν κοιμούνταν, εννοούσε να κυβερνάη μονάχος του. Δεν της ήρθε της Βερίνας αυτό. Ακούραστη, πονηρή και ραδιούργα καθώς είταν, αποφασίζει να πετάξη το γαμπρό της από τη μέση.

Φαντάστηκαν πως ο άθρωπος όλος μαζί δεν είναι ένας, πως μπορείς να κουνήσης το χέρι, δίχως ο νους πρώτα πρώτα να κάμη το κίνημα του χεριού. Φαντάστηκαν πως ο ποιητής μπορεί να προσέξη στην ποίηση, να προσέξη στην ιδέα, να προσέξη στην τέχνη, να προσέξη και στη φιλοσοφία την ίδια, αν πρώτα δεν προσέξη στη γλώσσα! Κι αφτοί έρχουνται και μας μιλούνε για μια Γερμανία που μήτε την έννοιωσαν ακόμα.

Εκείνος τα έσπρωξε πίσω, με τη ράχη του χεριού του, κ' είπε·Δε χρειάζονται λιεφτά... Κράτα τα να κολλήσης καμμιά λιαμπάδα στη χάρ' τς για τον μορφονιό σ', που είνε ζαμπούνης. Σαν παράξενα σου φαίνονται αυτά; — απέστρεψεν αίφνης τον λόγον προς εμέ η αφηγήτρια. — Τότε ήτον άλλος κόσμος. Οι άνθρωποι είχαν πόνο, είχαν αγάπη αναμεταξύ τους.