United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά πριν το ανακαλύψη αύτη, όλη η γειτονιά, ως εικός, το είξευρεν ίσως και προτού να συμβή το πράγμα. Μόνον ο κυρ-Αναγνώστης ευρίσκετο εν αγνοία. «Ο κόσμος», όπως είπε τότε η πονηρή Κοκκίτσα, μία γειτόνισσα «τώχε τούμπανο, κι' αυτός κρυφό καμάρι».

Από τη μια της τη μεριά κι απ' τη μεριά την άλλη δυο άνδρες με πολλά μαλλιά λογομαχούν για δαύτη. Όμως εκείνη ακούοντας δείχνει πως δεν τη νοιάζει· και πότε με χαμόγελο θωρεί από 'δώ τον ένα, πότε στον άλλο η πονηρή στρέφει το νου της πάλι. Κι αυτοί ερωτοχτυπούμενοι με βουρκωμένα μάτια, χάνουν τους κόπους άδικα, κακοπαθούν του κάκου.

Τέντοσε τα μπροστινά σου· Στήλοσε τα κερατά σου· Βάστα φίλε, μη σπαράξης, Για να ιδής και να θιαμάξης. Είπε κι' έκαμε το πράμμα. 735 Όξω ερρίχτηκε εντωάμα· Κιαπέ σκύφτει και γελάει, Και τον Τράγο περγελάει. Που φωνάζει, φιληνάδα, Ήρθεν η δική μου αράδα. 740 Μον η πόνηρη εκείνη Τέτια απόκρισι του δίνει·

Έχουνε να πουν πως το χρωστούσε αυτό της πεθεράς του της Βερίνας, και πως τονέ διάλεξε αυτή για δικούς της σκοπούς, νάχη δηλαδή άνθρωπο του χεριού της και να κυβερνάη εκείνη το κράτος. Ο Ζήνωνας όμως, που καθώς θα δούμε δεν κοιμούνταν, εννοούσε να κυβερνάη μονάχος του. Δεν της ήρθε της Βερίνας αυτό. Ακούραστη, πονηρή και ραδιούργα καθώς είταν, αποφασίζει να πετάξη το γαμπρό της από τη μέση.

Να προσέχης! αυτό μόνο σου λέω. Γιατί όποιος τόχει το νερό μες την αυλή, δεν πάει στο ποτάμι. . . Μου φάνηκε πονηρή η μικρή. Ξέρεις τι σου είν' αυτές οι μικρές, καθώς έγινε τώρα ο κόσμος!. . .» Έτσι δεν έπαυε η γλώσσα της Κυρίας Ευρυδίκης να στάζη γλύκα ως που βράδιασε.

Ωραίο φάντασμα! χαριτωμένε μου Άριελ, αγροίκα εις το αυτί. ΑΡΙΕΛ. Κύριέ μου, θέλει γένη. ΠΡΟΣΠ. Ε! συ, φαρμακερέ αχρείε, γεννημένε από τον ίδιο Πειρασμό με την πονηρή μάννα σου, έβγα όξω! ΚΑΛΙΜΠ. Όση ποτέ κακή δροσιά η μάννα μου ερράντισε με κοράκου φτερό μέσ' από θανάσιμη λίμνη, απάνου σας να στάξη! Πύρινη νοτιά να φυσήση κατά σας, να σας καταπληγώση!

Κατά την εποχήν του αρραβώνος, η Χαδούλα είχε δοκιμάσει τω όντι να σφυρίξη κάτι τοιούτον στ' αυτιά του γαμβρού. Αν και νέα πολύ ήτον, αλλά, χάρις εις την φύσιν κ' εις τα μαθήματα της μητρός της, τα εκούσια και τα ακούσια, είχε γείνει πολύ πονηρή, αναλόγως της ηλικίας της.

Δώδεκα 'μέρες πέρασαν, ούτ' ήρθε κι ούτ' εφάνη, ούτε και ξέρει ο άκαρδος αν ζούμε ή αν δε ζούμε, ούτ' έκρουσε την πόρτα μου δώδεκα 'μέρες τώρα. Ω! δίχως άλλο ο Έρωτάς κ' η πονηρή Αφροδίτη θα του σηκώσαν το μυαλό κ' έπιασεν άλλη αγάπη. Ταχυά θα πάω να τόνε βρω μονάχη στην παλαίστρα και θα του παραπονεθώ για όσα κακά μου κάνει. Τώρα μ' ευωδιαστούς καπνούς θε να του κάνω μάγια.

Έβλεπε τον Έφις ν’ ανοίγει το καλύβι, να στρέφει και να τον καλεί με μια πονηρή χειρονομία, έπειτα να επιστρέφει κουβαλώντας κάτι κρυμμένο πίσω από την πλάτη και να γονατίζει κλείνοντάς του το μάτι. Ονειρευόταν;

Κεπειδή όλοι γνώριζαν την αγάπη μου, με κύταζαν με πονηρή περιέργεια. Κένας απ' έξω από το χορό μούπε μια πειραχτική μαντινάδα: Ξανοίξετε το μπόι του, δέτε και τη θωριά του, Και θέλει κιαγαπητική, διάλε την αθρωπιά του. — Απηλοήσου του, μου ψιθύρισε κάποιος από δίπλα μου.