United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι γυναίκες χόρευαν και ανάμεσά τους η Γκριζέντα με το πρόσωπο ξαναμμένο γελούσε σαν να ήταν η τρελή του πανηγυριού και ο Έφις ψιθύρισε αγγίζοντας το γόνατο του Τζατσίντο: «Αφεντικό… λέω… κοίταξε εκείνο το κορίτσι… Είναι καλό, αλλά φτωχό και έπειτα είναι και ορφανό….» «Θα την παντρευτώ», είπε ο Τζατσίντο, αλλά κοίταζε καταγής και έμοιαζε να ονειρεύεται. Κεφάλαιο έκτο

Η Μαρία Μύρτου, ίσως σα γυναίκα που είναι, σα να μη φαίνεται απ' αρχής πλάσμα πολύ απλό και ολότελα λογικό με τον εαυτό της. Τάχα να λυτρώθηκε ολότελα από τα παλιά η ηρωίδα σας; Κάποιος παρατηρητής μου ψιθύρισε σταυτί μου αμέσως ύστερ' από την παράσταση της «Νέας Γυναίκας».

Τότε ο Έφις πετάχτηκε επάνω, τον έπιασε από τους ώμους και του ψιθύρισε στο αυτί: «Κλέφτη!» Ο Τζατσίντο είχε την αίσθηση ότι τον άρπαξε ένα όρνιο∙ άνοιξε τα χέρια και το γράμμα έπεσε καταγής. Κεφάλαιο έβδομο Με το ξημέρωμα ο Έφις ξεκίνησε για το χωριό. Τα αηδόνια τραγουδούσαν και όλη η κοιλάδα είχε πάρει ένα χρυσαφί χρώμαένα γαλάζιο χρυσαφί από την αντανάκλαση του φωτεινού ουρανού.

Λέγε του· ψιθύρισε κείνη με φανερή ανησυχία, σα να μάντευε πως το κατιτί του ήταν πολύ σοβαρό και για τους δυο. Ο Δημητράκης στάθηκε λίγο σκυφτός, ξεροκατάπιε κ' έπειτα γρήγοραγρήγορα σα να φοβόταν μην τον αντισκόψη κανείς. — Να γένης γυναίκα μου· είπε δυνατά. Κ' επειδή την είδε να χαμηλώνη τα μάτια ροδοπρόσωπη και ν' αναδεύη τα χείλη κάτι για να ειπή, εκείνος άπλωσε το χέρι να την εμπόδιση.

Γρήγορα όμως συνήρθε, τον έπιασε από το μπράτσο και του ψιθύρισε χαδιάρικα : — Ας τον αυτόν δεν ξέρει τι του γένεται· εσύ έχεις δίκιο· καλά του λες... Εκείνος φούσκωσε σα διάνος. — Δόξα σοι ο Θεός! φώναξε χαρούμενος· να που εύρα άνθρωπο να συνενοηθώ... — Μα δεν κάνουμε καλήτερα ένα πράμα; — Τι;

Θα ήθελα να εξομολογηθώ…» «Κι εδώ στην κολώνα βρήκες να το κάνεις; Στο Χριστό να εξομολογηθείς!», ψιθύρισε η νεωκόρισσα χαμογελώντας ειρωνικά, αλλά ο Έφις ακούμπησε πάλι το κεφάλι στην κολώνα του άμβωνα και με τα μάτια στραμμένα προς την Αγία Τράπεζα άρχισε να ψελλίζει μπερδεμένα λόγια.

— Η μάνα μου θέλει να μείνω ώστε να φτάσουν η μέρες να πάω στη χώρα· μα γω θα γιαγείρω μος περάση τση Παναγίας. Μα μπορώ ναργήσω, που θα σου φέρνω την υγειά σου; Στην τελευταία λέξη κόπηκε η φωνή μου και το Βαγγελιό ψιθύρισε τρομαγμένη: — Ω Χριστέ μου! Μια φωνή γυναίκας, βραχνή από θυμό, είχε φωνάξει από το δρόμο: — Γιώργη!

Ένα βράδυ άνοιξε τα μάτια και την κοίταξε με εκείνο το έντρομο βλέμμα του που της προκαλούσε τόση λύπη και ψιθύρισε σχεδόν χωρίς φωνή πια: «Είναι μακρύς, ντόνα Έστερ μου! Πρέπει να κάνουμε υπομονή.» «Ποιος είναι μακρύς, Έφις;» «Ο δρόμος… Πού να φτάσουμε στο τέρμαΤου φαινόταν πράγματι ότι περπατούσε συνέχεια.

— Α, ο αδερφός σου! είπε η κόρη κουνώντας το κεφάλι με συγκατάβαση. Εκείνος πήρε τα βιβλία τους μοναχά. Μα εμείς κληρονομήσαμε την ψυχή τους. — Εγώ θαν τα πάρω και τα δυο· είπε ο Δημητράκης με αυτοπεποίθηση· ναι; — Δεν ξέρω... δεν ξέρω... Πώς να το ειπώ το ναι. Δεν ξέρω· ψιθύρισε μακραίνοντας από κοντά του. — Δεν ξέρεις; την ρώτησε κείνος ρίχνοντας τα χέρια του παράλυτα. Ποιος το ξέρει λοιπόν;

Ο Σβεν νόμισε πως ο κύριος δεν άκουσε και ξαναείπε για να του εξηγήση: — Θα κόψω τα μαλλιά μου για να μη φαίνουμαι σαν κορίτσι. Μα ο ξένος κύριος κρύφτηκε πίσω από την εφημερίδα του και ψιθύρισε κάτι, που έκανε τη μαμά να πη του αγαπημένου της να σωπάση. Έπειτα έμεινε άφωνος ο Σβεν σ' όλον το δρόμο και καθότανε όλως διόλου ακίνητος, σα να στοχαζότανε κάτι.