United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εστοχαζότανε, τι καλά να ήταν ένα από εκείνα τα βοσκήματα, ένα από εκείνα τα βουνά, να μην αισθάνεται . . . και πρώτη φορά του ήρθεν η ιδέα της ανυπαρξίας . . . Επήρε δρόμο πολύ εωσού απόστασε. Πού να πάγη! χωρίς να το καταλάβη, εγύρισε προς τη χώρα, όπου έφτασε πρι βασιλέψη ο ήλιος.

Ήρθεν ευθύς εμπρός του η θλιβερή εικόνα του σπιτιού με τη γυναίκα του κλιναρομένη να χαροπαλαίβη, να γυρίζη εδώ κ' εκεί τα φωτεινά και υγρά μάτια της και κάτω τα παιδιά να σέρνονται και να κλαίνε μόνα κ' έρημα. Και πέφτοντας με λυγμούς και δάκρυα στην αγκαλιά του Μπαρμπατρίμη·Ναι· είπε με φωνή μισοσβυσμένη, λέγεις και δεν ήθελε να την ακούση ο ίδιος. Δόξα νάχη ο Θεός!

Σκέφτηκε: — Αν δεν προχωρήσει το απόβραδο, περισσότερο από το σημάδι αυτό, κι' αν μείνει η πλάση όλη ένα απόβραδο. τι θα γίνει ο κόσμος! Μετά το βραδυνό συσσίτιο ήρθεν ένας υποχρεωτικός δίοπος να τον πάρει στο διαμέρισμά του. — Έχομε διασκέδαση στο υπόφραγμα, δεν το ξέχασες, του είπε.

Έχουν περάσει τα μεσάνυχτα. Η ίδια νεκρίλα στην πόλη μας. Η ίδια κουβέντα στα σπίτια, για το κλείσιμο των εκκλησιών. Και λέγουν ανάμεσα πως κάπου κρυφοσυνάζονται και κρυφοσυντάζονται για ταραχές την αυγή. Τα μικρά τα παιδιά ξεδειλιασμέν' από την φωτιά κι' αποσταμέν' από τα παιγνίδια, αποκοιμιώνταν ένα ένα στα γόνατα των γονιών τους, εκεί παραστιάς. Ήρθεν η ώρα του όρθρου.

Λοιπόν, είπεν ο αρχαίος θεός, ήρθεν η ώρα να πεθάνω. Το γέλιο του Λουκιανού ακούγεται στον Όλυμπο. Αφού όμως αυτό είνε το θέλημά σου, ώ άνθρωπε, τι μπορώ να κάμω; Είσαι το υπέρτατο Ον που πλάττει κι' αφανίζεικαι τίποτε δε μπορεί να γλυτώση απ' την καταστροφή όταν αποφασίσης να το λησμονήσης. Εμείς οι Θεοί το ξέρομε!

Η Βεάτη μόλις επρόφθασε να κρυφθή όπισθεν της θύρας, δι' ης είχεν εισέλθει, και είχεν αφήσει αυτήν ανοικτήν. Διενοήθη ότι πρέπει να ήτο η ηγουμένη αυτή ήτις ήρχετο. — Ποίος ήνοιξε αυτήν την πόρτα; ηκούσθη μορμυρίζουσα φωνή τις. Εγώ την άφησα ανοικτή; Παναγία μου! Μη χειρότερα! Μη ήρθεν ο βρυκόλακας; Η Βεάτη ανεγνώρισε την γυναίκα ταύτην. Δεν ήτο η ηγουμένη.

Ήρθεν ακόμα κ' η γλυκειά και γελαστή Αφροδίτη κ' ήταν στην όψη γελαστή, μα δολερή η καρδιά της· κ' είπε: «Καυχώσουν πως λυγάς τον Έρωτα συ, Δάφνι, μα ο τρομερός ο Έρωτας σ' ελύγησεν εσένα». Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.

Ο Μιχαήλος που με ήξευρεν, επήγεν από νωρίς εις το βουνό και έφερε μια σουρβιά: Ένα μεγάλο κλωνί γεμάτο σφιχτά και πράσινα μάτια. — Μ' αυτά τα σούρβα, μανά, θα διούμεν απόψε την τύχην μας. — Σαν ήρθεν ο Χρηστάκης στο σπίτι, εκαθήσαμε στο παραγώνι κ' εχωρίσαμε την φωτιά σε δυο μεριαίς, και άρχισεν ο Μιχαήλος να βάζη τα σούρβα στη μέση πα στην καυτερή την πλάκα, για να διούμε την τύχη μας.

Κι' ύστερα από τη λύση αυτή, έβγαλε κάποιο συμπέρασμα που δεν του φάνηκε να είναι έξω από τη λογική. — Είναι ευτύχημα που ήρθαν έτσι τα πράματα, γιατί τώρα μπορώ να νομίζω πως γίνομαι κάμποσα χρόνια μικρότερος. ...Το Σάββατο αμέσως από το μεσημερινό φαΐ ήρθεν ο κουτός γραφέας για να τον πειράξει. — Ακόμα να ετοιμαστείς για να βγεις έξω! του φώναξε.

Πολλά έχεις να μάθης ακόμα, είπεν ο Τρέκλας. Όσο γηράζεις, τόσο θα μαθαίνης. — Ε, ύστερα, τι άλλο; — Τρίτον, επανέλαβεν ο Τρέκλας, καβαλλαρία ήρθεν εις το μοναστήρι. — Καβαλλαρία; — Είνε πεντακόσιοι, χίλιοι, αμέτρητοι και εγώ δεν ξέρω πόσοι. Και μας πολιορκούν, είπεν ο Τρέκλας μετ' ελεγειακού τόνου. — Σας πολιορκούν! — Και μας χρειάζεται βοήθεια.