United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βρώμα και θειάφι και λαμπρό φως ετύφλωσαν ευθύς τα μάτια μου, έπνιξαν τον ανασασμό, έγδαραν τσιγκέλια τα στέρνα μου. Το αστραπόβολο έπεσε σούβλα πύρινη στο κατάστρωμα. Τετέλεσται! Η καταραμένη ευχή του Κάργα και με το παραπάνω ακούστηκε. Καλό πνίξιμο! Πάει τόρα η σκούνα, πάνε τα νυφιάτικα, πάει και ο καψογαμπρός στον πάτο.

Έπεσε πάνω μου, ως θύελλα, κιάρχισε να με φιλά αχόρταγα κιατέλιωτα στο στόμα, στα μάγουλα, στα μαλλιά. Και τόσο μέσφιγγε στην αγκαλιά της, που θα πονούσα αν μάφηνε η ευτυχία μου να αισθανθώ πόνο. Έκανε σαν τρελλή και με κάθε φιλί μούλεγε και μια φράση πύρινη. Μια στιγμή μάλιστα, που μούδωκε στο στόμα ένα φιλί, αισθάνθηκα στα χείλη μου και μια ελαφρά δαγκωματιά.

Και μας εζάλιζε η αντιλιάδα που βάριε 'ςτά πετρώματα κ' έπεφτε σα χεριά πύρινη 'ςτά κουρασμένα μάτια μας. Ξεφόρτωναν 'ςτόν ίσκιο οι αγωγιάτες. Τέσσερες αγωγιάτες, ψηλοί βλάχοι, με τες άσπρες μάλλινες φορεσιές, με ξουρισμένους τους σβέρκους και τους τσαμπάδες κοντούς αρβανίτικους. Ο Χίτας ο Πολιάνος, ο Γιάννης ο Αρβανίτης, ο Γάκης ο Γκιτρίμης κι ο Ντούλας ο Μπαρμπούτας.

Τους πήρα από μια εθνική παράδοση, η οποία λέγει: «Όταν εμπήκαν οι Τούρκοι στην Πόλη, οι Χριστιανοί είχαν καταφύγει στην Αγιά Σοφιά, νομίζοντας, ότι θα καταιβή Άγγελος Κυρίου και κρατώντας πύρινη σπάθα θα τους έδιωχνε ως την &Κόκκινη Μηλιά& και θα λευτερόνονταν όλοι από τους Αγαρηνούς.

Τον είδα κ' ετρελλάθηκα κι άναψεν η καρδιά μου, ξεθώριασεν η όψη μου κ' έσβυσ' η ωμορφιά μου, κι ούτ' ένοιωσα τι γίνηκε στο πανηγύρι εκείνο ούτε και ξέρω η δύστυχη πώς γύρισα στο σπίτι· μα κάποια αρρώστια πύρινη άλλαξε τη θωριά μου κ' ήμουν δέκα μερόνυχτα πεσμένη στο κρεββάτι. Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.

Τέλος εφάνη του ηλίου η πρώτη ακτίς, και ανέθορεν από της θαλάσσης μία πυρίνη παμφαής γραμμή του πανεκλάμπρου φωστήρος. Και την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη πρώτη μεγάλη κ' επιβλητική φωνή, ο κλαγγασμός του αετού, χαιρετίσαντος την ανατολήν του ηλίου επάνω εις το βουνόν, από της αφθάστου και απατήτου επί των απορρώγων βράχων καλιάς του.

Και παίζουν εις την ποδιάν της, θαρρείς, μαύρα ματάκια, από χανδρίτσαις ψεύτικα ματάκια. Πυρίνη, κατακόκκινος ημικυκλική οπή, καίει τώρα προς δύσιν. Οπή καμίνου, ένδον της οποίας αναρριπίζονται δυσθεώρητοι φλόγες. Ούτω πυρίνους λάμψεις θα εξηκόντιζε και η φοβερά Βαβυλωνία κάμινος.

Τέλος έκανα καραβάκια, και καραβάκια περίτεχνα τόρα, με κατάρτια πριναρίσια με παλαμάρια και πανιά και με την πύρινη φαντασία μου που το έκανε μπάρκο τρικούβερτο. Εγύρισα πάλι στα πρώτα χρόνια μου. Η Μαριώ μ' έβλεπε κ' έκανε τον σταυρό της. — Παναγία μου, παλάβωσε ο άντρας μου! έλεγεν ανήσυχη.

Ωραίο φάντασμα! χαριτωμένε μου Άριελ, αγροίκα εις το αυτί. ΑΡΙΕΛ. Κύριέ μου, θέλει γένη. ΠΡΟΣΠ. Ε! συ, φαρμακερέ αχρείε, γεννημένε από τον ίδιο Πειρασμό με την πονηρή μάννα σου, έβγα όξω! ΚΑΛΙΜΠ. Όση ποτέ κακή δροσιά η μάννα μου ερράντισε με κοράκου φτερό μέσ' από θανάσιμη λίμνη, απάνου σας να στάξη! Πύρινη νοτιά να φυσήση κατά σας, να σας καταπληγώση!

Δύο σημεία θαυμαστά και αγνά, το έν φωτοβολούν, το έτερον μυροβόλον, τα οποία συνδέει αναιτίως πυρίνη οδός. Ω, τον αδέξιον ζωγράφον! Ποίαν θείαν εικόνα μετέβαλε και παρεμόρφωσε, και εις την σοφίαν του μεγάλου καλλιτέχνου αφήρεσε θείαν γραμμήν και ανθρωπίνην προσέθηκε! β'. Λοιπόν, άφες το μωρόν και ανόητον πτηνόν διά τελευταίαν φοράν να λαλήση.