United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λοιπόν εκεί από περιέργεια ο λιμενάρχης τον ηρώτησε: πού έλειπε τόσα χρόνια. Κ' εκείνος τα είπεν όλα. Πρώτα πήγετην Αγγλία. Ύστερα εμπαρκάρισε με ένα άλλο μπάρκο αυστριακό για την Αουστράλια. Είχε απόφασι να μη γυρίσητην Ελλάδα, αν δεν αποχτήση κατάστασι να φαίνεται σαν άνθρωπος. Από την Αουστράλια βρέθηκετην Καλλιφόρνια. Εκεί τότες το μάλαμα το μάζευαν με της χούφταις.

Τόσα χρόνια πάλεψα με τη θάλασσα, το Χάρο με τα μάτια μου τον είδα· και η θάλασσα δε μ' έφαγε. Μ' έφαγε η στερηά και ο Γερο-Τρακοσάρης. Σαν ξέκανα το μπάρκοτι να το κάνω; περισσότερη η ζημιά του παρά το καλό τουείπα νάρθω να τελειώσω τις μέρες μου στο νησί με τα λίγα που είχα. Είχα κ' εγώ το δικό μου· το σπίτι, λίγες εληές, λίγα κλήματα. Φτωχικά θα περνούσαμε. Η στερηά δε με σήκωσε.

Την άλλη μέρα η σοροκάδα έγινε με τα όλα της φωτιά. Ένα μπάρκο και μια γολέττα Γαλαξειδιώτικη, που τους ακολουθούσαν, τούδωκαν στα πρίμα, πόδισαν. Ο λοστρόμος άρχισε να τα χρειάζεται. — Καπετάνιο, η γολέττα και το μπάρκο, πρωτοτάξιδο μπάρκο! τούδωκαν, πάνε.

Είδες εσύ, μωρέ παιδί μου, μπάρκο μπέστια· γάμπιαις συριακό σκαρί ξυλάρμενο, να θαλασσοδέρνη απόξω από τον Κάβο-Δόρο; Είδες σκούνα κασσώτικη, 28 χιλιαδώνε, συριανό σκαρί, με τα μικρά παρουκέτα μονάχα, να παραδέρνη απόξω από τον Κάβο-Μαλιά τρία ημερόνυκτα; Ο καιρός δεν μας έπαιρνε, θάλασσα-κιαμέτι! Μας έφαγε της γάμπαις ο χιονιάς και μας έσπασε τα τσιμπούκια ο βορειάς.

Τα τρικάταρτο μπάρκο του καπετάν Φώκα, η Σκίαθος ένα ωραίον σκάφος του αλησμονήτου αρχιναυπηγού της νήσου του ξακουσμένου εις όλας τας ναυτικάς της Ελλάδος πόλεις Μάστρο-Γεωργού μόλις εσώθη την εσπέραν εκείνην, καταφυγόν ξυλάρμενονμε τα κάτω μόνον φλέσια, και τον μέσα φλόκονεις της τρεις Μπούκαις, τον σωτήριον της Σκύρου λιμένα.

Και από ψηλά τα φανάρια της γραμμής έχυναν το χρωματιστό φως τους σιωπηλά, έκπληκτα θαρρείς για το πικρό δράμα. Μέσα στη σύγχισι εγώ δεν ξεύρω πώς ευρέθηκα στην πλώρη. Σκύφτω, τι να ιδώ; Όλη η δεξιά μάσκα φαγωμένη και το κύμα άγριο εχυνόταν στο αμπάρι κ' αισθάνομαι το κατάστρωμα να φεύγη από τα πόδια μου. Δεν χάνω καιρό, πηδάω στο μπάρκο. — Παιδιά, εδώ! φωνάζω.

Για ποιους λες; μ' ερώτησεν ο καπετάνιος. — Για τους σκύλους. Κ' ερρίχτηκα πάλι με τα δυνατά μου στην τρόμπα. — Όρεξι που την έχει ο Καληώρας· είπεν ο καπετάνιος γελώντας· θαρρείς και θέλει να την ξαραθυμίση. Ως τόσο το μπάρκο ήρθε μία βόλτα κ' έπεσε δίπλα μας, δεκαπέντε οργυιές μακριά. Μα βλέπω άξαφνα τον καπετάνιο να γυρίζη στον τιμονιέρη. Μια τιμονιά και το παίρνει σοταβέντο.

Έπειτα με τον λάζο αρχίζει και σκάφτει τον τάφο τους. Επαιδεύτηκε κάπου μιαν ώρα στον άμμο. Τον άνοιξε καλά· απίθωσε πρώτα τ' αδέρφια, έπειτα τον ναύκληρο, κατόπιν τους ναύτες, εκύλισεν απάνω πέτρες και χάλαρα. Έπειτα έπιασε πάλι τη στράτα του κ' έφτασε στα Θεραπειά· βρίσκει το βαπόρι, έφτασε πάλι στο μπάρκο. — Έτοιμα; ρωτά τον γραμματικό. — Έτοιμα. — Φόρα την άγκυρα.

Το ένα κείτεται με το κεφάλι συψαλιασμένο· το άλλο έχει και τα δυο πόδια κομμένα στα γόνατα. Αν δεν του το έλεγεν η ψυχή, βέβαια δεν θα τ' αναγνώριζαν τα μάτια του, όπως και το μπάρκο. Αλλά του το είπε και τα καλογνώρισεν ευθύς. Και τότε τα μάτια του εστείρεψαν· ούτε δάκρυα βγάζουν ούτε σπαρταρούν.

Γιατί επήδησα στο μπάρκο; γιατί εφώναξα «παιδιά εδώ»; Κ' εγώ δεν ξεύρω. Είδα πως ήταν γερό εκείνο; έλπισα πως θα εσωνόμαστε με αυτό; Τίποτα δεν είδα, τίποτα δεν έλπισα. Στη φωνή μου επήδησαν και οι άλλοι στο μπάρκο και ο καπετάνιος υστερνός. Και απάνω στην ώρα· πέντε λεφτά αργότερα όλοι θα επηγαίναμε στον πάτο. Γιατί από το αδιάκοπο τίναγμα ήρθε μία στιγμή κ' εχωρίστηκαν τα καράβια.