United States or Aruba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είδες τονε, είδες τονε; — Είδα τονε. — Κ' ίντα φορούσε; — Άσπρη βράκα, άσπρη βράκα. — Κι' ακόμα δεν την έβαψε;!... Ο Πέτρος Σαντορινιός ο θερμαστής, περνώντας καταϊδρωμένος από τη μηχανή στην πλώρη, έρριξεν αδιάφορα τάχα τα λόγια του σε μερικούς ναύτες που έρραφταν καθισμένοι κατάχαμα ένα πανί.

Ακόμα του φαινόταν πολύ παράξενο κι' ακατανόητο πως στα μακρυνά πέρα χωριά, τα τόσον ακίνητα και σιγαληνά, υπάρχανε και κάθονταν άνθρωποι, και πως οι άνθρωποι κείνοι ζούσαν και κινιόνταν όπως αυτός, όπως οι άλλοι ναύτες, όπως ο άλλος κόσμος,. Και μόνο στα μάτια του Ρένα αληθινός και ζωντανός καμπυλωνόταν ο ουρανός και το γαλάζο του ανοιχτό δεν είχε να του κρύψει κανένα μυστικό,.,

Ο «Σωτήρας» μαδέρια ευρισκόταν απάνω στις πέτρες και κοντά οι ναύτες του, βρεμένοι ως το κόκκαλο, ετουρτούριζαν γύρω στη φωτιά. Και ακόμη κοντά ο καπετάνιος του, αναμαλλιασμένος και αγριομάτης εκύταζε τα ναυάγια σαν να εκύταζε των παιδιών του τα σκέλεθρα. Μωρέ μονοβδόμαδα έκαμεέλαβε! Το ετίναξε απάνω του σαν αστραπόβολο! Αλήθεια ελυπήθηκα κ' εγώ το μπάρκο.

Μέσα στα ποτάμια έβλεπες καράβια ν' αρμενίζουν με άξιους κ' ευτυχισμένους ναύτες και στις λαγκαδιές βαθειά, ασπρόμαλλα κοπάδια να δροσολογιώνται τόσο, που επρόσμενες ώρα την ώρα ν' ακούσης τα κυπριά να κουδουνίσουν και τη φλογέρα του βοσκού τους να γλυκολαλή.

Μανία σκοτωμού κ' αιμάτου δίψα εκυρίευε καθένα που επλησίαζε σ' εκείνη τη σπηλιά, λέγεις και άχνιζε γύρω του Κάη ο αψύς θυμός, είτε την είχεν η Έρις οριστική κατοικία της. Οι ναύτες με τα στυλέτα θρήνο έκαναν· οι σκλάβοι που δεν είχαν στυλέτα, εσήκωναν τις βαρειές αλυσίδες και με την πρώτη άνοιγαν βαθύν τον τάφο του εχθρού τους.

Του τώπε με κάποια κακία, μα ο Ρένας δε στενοχωρήθηκε γιατί ήξερεν όλους τους ναύτες κακούς από τη δυστυχία τους και τον ένα χειρότερο από τον άλλο,. Τριγύρω του τα πράγματα και τα πρόσωπα είχαν χάσει το πρώτο τους σοβαρό κι' αλλοιώτικο ύφος.

Και το υπόφραγμα γέμιζεν από ναύτες, καθισμένους στους πάγκους ή απλωμένους κάτω στη λαμαρίνα. Σ' όλων τα πρόσωπα η καλοσύνη τράβηξε μια πινελιά κι' η ωμορφάδα άλλη μία. Το ένα τραγούδι, κ' ύστερα τ' άλλο, και το άλλο. Στο υπόφραγμα βασίλευε το φως και η χαρά.

Καθρέφτης ο ίσκιος της. Και όταν αργά εσήκωσε τα μάτια επάνω του, το πικρό χαμόγελό της δεν ήθελε να ειπή αν έβγαινεν απρόθυμη από το νησί είτε αν της έδωσαν άντρα γέροντα. Μέσα στη γολέτα είμαστε όλοι και όλοι έξη νομάτοι. Ο καπετάνιος με τον γραμματικό του δυο· εγώ και το ναυτόπουλο άλλοι δυο και δυο ναύτες Μυκωνιάτες. Άλλος κανείς.

Κοντά ο ναύκληρος εγέμιζε βιαστικά το σκουριασμένο τρομπόνι, ρίχνοντας στην άδροση γαστέρα του με τη μπαρούτη χίλιων λογιών παλιόκαρφα και μολύβια. Και τριγύρω οι άλλοι ναύτες, σταυροχεριασμένοι, άφωνοι, εκύταζαν πότε τον ουρανό, πότε τη θάλασσα με την αδιαφορία ενός μοιρολάτρη.

Εμείς από μέσα δέκα ναύτες, ο γραμματικός έντεκα και ο καπετάν Δρακόσπιλος δώδεκα μια ερρίχναμε στ' άρμενα και μια στη στεριά. — Καλό ταξείδι· και καλή αντάμωση!... — Ναι· καλή αντάμωση!... Ο Μπουρίνας ο σκύλος μας ετριπόδιζεν απάνω κάτω χαρούμενος κ' εκείνος.