United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο καπετάν-Φώκας, μέγας, υψηλός, τυλιγμένος μέσα εις την βαρείαν γούναν του, μ' ασκεπή την κεφαλήν, χιονισμένος, κατήλθε πάλιν ηρέμα εις την πρύμνην του, χωρίς ν' αρθρώση λέξιν, αμίλητος ως φάντασμα. Ο ναύκληρος είτα μετ' ολίγον επανήλθε πάλιν εις των ναυτών την αίθουσαν, κ' εξηκολούθησε την συνέχειαν των φαιδρών εκείνων αναμνήσεών του. Τότε ήρχισαν όλοι οι ναύται κατά σειράν να διηγώνται.

Κανένα δεν θ' αφήσωμεν ! Εν τούτοις η λέμβος ανεχώρησε με το πρώτον φορτίον, ο δε ναύκληρος και τρεις ναύται έμενον εις το παράλιον ωπλισμένοι. Επήγαινεν η λέμβος και ήρχετο, εσμικρύνετο δε βαθμηδόν ο αριθμός των επί της ακτής, και ηύξανε μετά πάσαν αναχώρησιν η ανυπομονησία των μενόντων. Ηύξανε δε τοσούτω μάλλον καθ' όσον το φως επληθύνετο.

Μωρέ αυτό ήταν όλο! λέγει ο διάβολος τραβώντας τα γένεια του με αγανάχτησι. Επέρασε κάμποσος καιρός κ' επέθανεν ο ναύκληρος. Βέβαια πού αλλού θα επήγαινε παρά στην Κόλαση. Από τον καιρό που έγινε ο κόσμος ως τα σήμερα ναύτης δεν είδεν ακόμη την πόρτα της Παράδεισος. Η Κόλαση λέγουν πως είνε φοβερός και τρομερός ξερότοπος. Εκεί ποτέ δεν βρέχει, χλόη δεν φυτρώνει, πουλί πετάμενο δεν διαβαίνει.

Μωρέ τι λες! κάνει ο διάβολος με απορία μεγάλη· σαν τι τέχνη ξέρεις ; — Ξέρω μια. — Για ν' ακούσω. — Δε στη λέω. — Μωρέ αμάν, πες τη μου και ό,τι θέλεις, θες καράβια, θες χρυσάφι, καλούδια· τι θες να σου δώσω. Πες τη μου... Ο ναύκληρος έρριξε κάτω το κεφάλι, τάχα πως εσυλλογιζόταν τι να ζήτηση για πληρωμή. — Να σε βουλώσω θέλω· του λέγει άξαφνα. Άμα σταθής και σε βουλώσω σου τη λέγω.

Μετά ταύτα πλοίον της Σάμου, του οποίου ναύκληρος ήτο ο Κωλαίος , πλέον προς την Αίγυπτον, ερρίφθη εις την νήσον ταύτην Πλατέαν· μαθόντες δε οι Σάμιοι παρά του Κορωβίου διατί ευρίσκετο εκεί, τω άφησαν ενός έτους τροφάς, έπειτα δε εξήλθον εις το πέλαγος και προσεπάθουν να υπάγωσιν εις την Αίγυπτον έχοντες άνεμον ανατολικόν· και επειδή δεν έπαυεν ο άνεμος, διαπεράσαντες τας Ηρακλείους στήλας φθάνουσιν εις την Ταρτησσόν, οδηγούμενοι από θείαν τινά δύναμιν.

Διά τούτο ο Γεωργάκης της Λιμπέρταινας δεν ελυπήθη τόσον, όταν έμαθε τον θάνατον της μητέρας του, όσον τώρα, οπού εξημέρωνε το ψυχοσάββατον, το πρώτον ψυχοσάββατον, μετά τον θάνατόν της. Η σκούνα, με την οποίαν εμπαρκάρισεν ως ναύκληρος, ήτο αραγμένη εις μίαν έρημον ακτήν, παρά την είσοδον του Ελλησπόντου, από παρακαιρόν.

Έπειτα τον περνάει από την Αλησμονιά, ένα λειβάδι που είνε δασοφυτρωμένο το λησμοβότανο: Άμα περάση και από εκεί ο μαύρος άνθρωπος, λησμονάει τον κόσμο και τις στράτες και τα διάβατά του. Για τούτο και ο ναύκληρος τόρα όσο και αν επάσχιζε, τίποτα δεν έκανε.

Εγώ θυμήθηκα πως είπε ότι το όνομά μου ήτο γραμμένον εις ένα τοίχον του Κεραμεικού και έπεμψα την υπηρέτριαν μου την Ακίδα να ιδή αν αυτό είνε αλήθεια• το μόνον δε που είδε είνε ότι δεξιά όπως μπαίνομεν εις το Δίπυλον ήτο γραμμένο στον τοίχο «Η Μέλισσα αγαπά τον Ερμότιμον» και από κάτω «Ο ναύκληρος Ερμότιμος αγαπά την Μέλισσαν». ΒΑΚΧ. Τι κάνουν αυτοί οι νέοι!

Είνε υπερήφανος διά την νυκτερινήν νίκην. — Σκάντζια-βάρδια: Ανακράζει ο ναύκληρος, ακούσας κροτήσαντα τα ξύλινα κρόταλα του πηδαλιούχου, σημάναντος την ογδόην ώραν της πρωίας, και συγχρόνως κρούει τον κώδωνα της πρώρας, τύπτων συνάμα το κατάστρωμα διά των ποδών του, άνω του θαλάμου των ναύτων, όπως εξεγείρη αυτούς.

Έφεγγεν ο αγύριστος όγκος του ολοστρόγγυλος, γυαλιστερός, ξανθοπράσινος σαν καπνισμένο κρύσταλλο και στα στέρνα του μέσα έμβολο χοντροπελέκητο, μαυριδερό ανέβαινε το νερό βιαστικά κόσμους να πλημμυρίση στα επουράνια. — Βάρα! προστάζει ο καπετάνιος. Ο ναύκληρος γοργός αδειάζει απάνω του το τρομπόνι. Παλιόκαρφα, μολύβια, στουπιά όλα εχώνεψαν στα πλευρά του.