United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτή είναι η εικόνα κ' η μαμά την είχε πάρει μαζί μ' άλλες εικόνες και φωτογραφίες και στόλισε την καινούρια καλοκαιρινή κατοικιά μας. Σε μια φωτογραφία της εικόνας αυτής κάρφωσε το βλέμμα ο Σβεν και ρώτησε τη μαμά: — Τι είναι αυτό; Κ' η μαμά του διηγήθηκε το παραμύθι του σκληρού θανάτου, που έρχεται και παίρνει εκείνον, που είναι νέος, κι αφίνει τη γερόντισσα, που παρακαλεί να πάη κοντά του.

Γιάννη. Και δεν είναι μονάχα στην Οξφόρδη ή στο Καίμπριτζ που μπορεί να μορφώνεται να καλλιεργήται, ή να τελειοποιήται η καλαισθησία. Σ' όλη πέρα πέρα την Αγγλία παρατηρείται μια Αναγέννησις των διακοσμητικών τεχνών. Η ασχήμια είχε κι αυτή κάποτε την εποχή της. Ακόμα και στα πλουσιόσπιτα βλέπεις γούστο και τα σπίτια των μη πλουσίων έγιναν κομψά, χαριτωμένα και ευχάριστα για κατοικία.

Μπεζέρισα να περπατώτου κάμπου τα λιοβόρια. Θέλω τ' αψήλου ν' αναβώ' ν' αράξω θέλω, αητέ μου, Μέσ' 'ς την παλιά μου κατοικιά, 'ς την πρώτη τη φωλιά μου Θέλω ν' αράξωτα βουνά, θέλω να ζάω μ' εσένα. Θέλω τ' ανήμερο καπρί, τ' αρκούδι, το πλατόνι, Καθημερνή μου κι' ακριβή να τάχω συντροφιά μου.

Είπε κ' εγώ του απάντησα• «άμποτε να ημπορούσα να σου αφαιρέσω την ζωή, και αμέσως να σε στείλω του Άδη μες την κατοικιά, καθώς τον οφθαλμό σου να γιάνη δεν θα δυνηθή και αυτός ο κοσμοσείστης». 525

Εισερχόμενος προσεκύνει εδαφιαίως τον άρχοντα, ηυλόγει την οικοδέσποιναν, έτεινε τας χείρας ή την ζώνην προς ασπασμόν τοις υπηρέταις, είτα δε ετοποθέτει την Ιωάνναν επί τραπέζης και, ήρχιζεν η παράστασις. «Θυγάτερ, ηρώτα αυτήν, τι είνε γλώσσα; — Η μάστιξ του αέρος. — Τι είναι αήρ; — Το στοιχείον της ζωής. — Τι είναι ζωή; — Ηδονή τοις ευτυχούσι, βάσανον τοις πτωχοίς, θανάτου προσδοκία. — Τι είναι θάνατος; — Αποδημία εις αγνώστους όχθας. — Τι είναι όχθη;— Το όριον της θαλάσσης. — Τι είναι θάλασσα;.— Η κατοικία των ιχθύων.— Τι είναι οι ιχθύες; — Της τραπέζης αρτύματα. — Τι είναι άρτυμα; — Κατόρθωμα μαγείρου.

Είταν είδος ρημητήριο κ' η κατοικία του εκεί απάνω, μα ρημητήριο που η μελέτη, η φιλανθρωπία κ' η αγάπη τόκαμνε κι από τον κόσμο πιο ζωντανό.

Κάτω εις την κοιλάδα κοντά εις το Βεξ ανάμεσα εις της μεγάλες καρυδιές, πλησίον εις μικρόν ορμητικόν χείμαρρον κατώκει ο πλούσιος μυλωθρός· η κατοικία του ήτο μέγα κτίριον με τρία πατώματα, με μικρούς πύργους· οι πύργοι ήσαν στεγασμένοι με σχίζες και ήσαν στρωμένοι επάνω με πλάκας λευκοσιδήρου που κατέλαμπον εις το φως του ηλίου και της σελήνης.

Η φωνή μου χτυπώντας στα κρύα στήθη της, χωρίς ν' ακουστή, ξαναγύρισε καθώς πήγε κι' η Ειμαρμένη μου απάντησε·Γιατί,; Γιατί; Γιατί; Κύριε, στην κατοικία μου βροντά ο κεραυνός σου. Δοξασμένο τ' όνομά σου στον αιώνα! Κύριε, πόσο θεία εγνώρισες το μέρος που έπρεπε να χτυπηθώ! Μόνο φωτιά σταλμένη από σένα μπορούσε να βρη το βαθύτερο της αγάπης μου και να το κάμη στάχτη.

Όταν το λοιπόν άρχισε το ανεμοσκόρπισμα, πρώτος ο Αντρέας ο Μορφόπουλος βρέθηκε σε θέση να πάρη ένα μοιράδι. Πήρε ίσαίσα εκείνο που είχε τα χτίρια των προγόνων του. Τώρα ήταν σωροί λιθάρια· μα δεν τον πείραξε. Τα σύναξε με σεβασμό κ' έχτισε όπωςόπως το σπιτάκι του. Τόχτισε όχι για να καλοκαθίση παρά για να σκεπαστή προσωρινά. Στρατόπεδο έκαμε, όχι κατοικία.

Για να κάμουμε όσο το δυνατό μεγαλήτερη την αντίθεση με το περασμένο καλοκαίρι, διαλέξαμε το «Λύδιγγαι» και στήσαμε την κατοικία μας στο απάνω πάτωμα ενός μισοερειπωμένου πύργου.