United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξεκίνησε Παυλής και νωνός από το σπίτι πρωί πρωί, πρι να πλακώση το κάμα. Περπατάμενοι κ' οι δυο τους. Ένα ζεμπίλι σε ραβδί περασμένο, μια ο ένας στον ώμο του μια ο άλλος, και πηγαίνανε. Δεν μπορούσε ως τότε ο Παυλής να καλοκαθίση και πολλήν ώρα· κάθε λίγο και κοίταζε κατά τόμορφο το χωριό, ρωτώντας το νωνό του πόσους γύρους ακόμα κάμνει ο δρόμος κι από που θα πρωτοφανούνε τα σπίτια.

Ο πόνος της καρδιάς γεμίζει ωσάν ψωμί το αδειανό στομάχι των δυστυχισμένων. Αφού επερπάτησε δέκα όλαις ώραις, εκάθισεν από κάτω από μίαν καστανιά ν' αναπαυθή. Ακόμη όμως δεν είχε καλοκαθίση, και την ετρόμαξαν δύο τουφεκιές και το γαύγισμα βραχνού σκύλου. Εγύρισε να ιδή τι τρέχει και είδεν ένα σύννεφο πουλιά που έφευγαν φοβισμένα.

Όταν το λοιπόν άρχισε το ανεμοσκόρπισμα, πρώτος ο Αντρέας ο Μορφόπουλος βρέθηκε σε θέση να πάρη ένα μοιράδι. Πήρε ίσαίσα εκείνο που είχε τα χτίρια των προγόνων του. Τώρα ήταν σωροί λιθάρια· μα δεν τον πείραξε. Τα σύναξε με σεβασμό κ' έχτισε όπωςόπως το σπιτάκι του. Τόχτισε όχι για να καλοκαθίση παρά για να σκεπαστή προσωρινά. Στρατόπεδο έκαμε, όχι κατοικία.