United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με τα σωστά σου; — Αμμή;... — Λοιπόν την έχεις απ' αγάπη; — Τι θαρρείς; — Είσαι λοιπόν ερωτευμένος με το βαρειό και με τη βρεχτούρα! — Χωρίς άλλο. Καθένας την τέχνη του πρέπει να την τιμά, και ας είνε και ταπεινή. — Δεν λέγω. Έχεις πολύ δίκαιον. — Τότε τι; — Αλλά χωρίς να παύση να την τιμά, ειμπορεί να την αφήση εις τα γηρατειά, διά ν' αναπαυθή.

Τον γάμον, την αγάπην του, τον θάνατον της γράφει, και λέγει πως ηγόρασε ‘ς την Μάντουαν φαρμάκι, και ήλθεν, εις τον τάφον της επάνω ν' αποθάνη, κ' εδώ κι' αυτός ν' αναπαυθή κοντά ‘ς την Ιουλιέταν. Αυτοί που είναι, οι εχθροί; — Μοντέκη, Καπουλέτε! Ιδέτε πώς την έχθραν σας ο Ουρανός παιδεύει· εξολοθρεύει ο Θεός μ' αγάπην την χαράν σας!

Ο Βινίκιος του οποίου η καρδία ήρχισε να πάλλη ταχύτερον, ευθύς ως την είδε, την επέπληξε, διότι δεν εφρόντισεν ακόμη να αναπαυθή, αλλ' εκείνη απήντησε φαιδρά: — Ήθελα ακριβώς να κοιμηθώ, αλλ' έρχομαι να αντικαταστήσω τον Ούρσον. Έλαβε το κύπελον, εκάθησεν εις την άκραν της κλίνης και ήρχισε να δίδη τροφήν εις τον Βινίκιον, όστις ήτο συγκεχυμένος και ευτυχής συνάμα.

Τίμαιος Πόσον ευχαριστημένος, Σωκράτη, καθώς να έχω αναπαυθή έπειτα από μακρυνήν οδοιπορίαν, έχω ελευθερωθή και τώρα με ανακούφισιν από την οδοιπορίαν της ομιλίας!

Από τα ύδατα του Ιορδάνου ήχθη, — και κατά την ζωηροτέραν και γραφικωτέραν έκφρασιν του Μάρκου, «εξεβλήθη, — υπό του Πνεύματος εις την Έρημον. «Ήχθη, — λέγει ο Ιερεμίας Ταίυλορ, — υπό του Αγαθού Πνεύματος, όπως πειραχθή υπό του Κακού Πνεύματος». Είχε περιβληθή τώρα την πανοπλίαν του όχι διά να καθίση και αναπαυθή, αλλά διά να παλαίση τον αγώνα τον δεινόν.

Ήλθε ν' αναπαυθή πλέον, έλεγεν, εις την πατρίδα του, εις το γηροκομείο. Να πανδρευθή, να κάμη τον αλευράν και να ησυχάση πλέον. Θα ήτο έως πεντήκοντα ετών, υγιής και ηλιοψημένος.

Αφήκεν αυτούς, καθώς είχεν αφήσει τους Γαδαρηνούς, απερριμμένος, χωρίς μήτε ν' αναπαυθή εις την οικίαν. Υπάρχει τι το εμφαντικόν εις το «καταλιπών αυτούς» του Ματθαίου, και εις το «αφείς αυτούς» του Μάρκου.

Εν τούτοις τω εμειδίασεν, έπειτα επροφασίσθη, ότι δεν ενύσταζεν, ότι δεν ησθάνετο πλέον κούρασιν και ότι δεν θα επήγαινε να αναπαυθή, ειμή αφού ήρχετο ο Γλαύκος. Εκείνος ήκουε τους λόγους της ως μουσικήν, με την καρδίαν γεμάτην από συγκίνησιν, ευγνωμοσύνην και αυξάνοντα θαυμασμόν, και εβασάνιζε τον νουν του διά να εύρη μέσον όπως της εκδηλώση την ευγνωμοσύνην του.

Η λιτανεία, υπερβάσα τον φόρον του Τραϊανού και παραλείψασα το αμφιθέατρον του Φλαβίου εσταμάτησε τέλος πάντων ίνα αναπαυθή εις την πλατείαν του Λατεράνου.

Επεριπάτησεν αυτή όλην την ημέραν χωρίς να αναπαυθή και προς το βράδυ έφθασεν εις μίαν πολιτείαν, που ήτον πλησίον εις ένα παραθαλάσσιον· εκτύπησε κατά τύχην την πόρταν ενός μικρού σπητιού, εις το οποίον εκατοικούσε μία καλή γραία. Αυτή ανοίγοντάς την πόρταν, την ερωτήσε το τι γυρεύει.