United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνη έτρεξε και εκάθισεν επί των γονάτων του, έθεσε την κεφαλήν της επί του στήθους του. Ο Πετρώνιος εξέτεινε την χείρα εις ένα δίσκον, έλαβε μίαν φούχταν βιολέττες και έρρανε την κεφαλήν, το στήθος και την εσθήτα της Ευνίκης· κατόπιν της απεγύμνωσε τους ώμους. Τα χείλη του επλανώντο επί των ώμων και του λαιμού της Ευνίκης. Εκείνη εφρικίασε· τα βλέφαρά της ήρχισαν να ανοιγοκλείουν.

Ο Αμπτούλ, αφού του έκαμε την απόκρισιν με κάθε ταπείνωσιν, τον έβαλε και εκάθισεν εις ένα χρυσό μαξιλάρι, και τον ερώτησεν από ποίον τόπον ήτο, και πού είναι κονεμένος. Ο Καλίφης του απεκρίθη πως ήτον πραγματευτής από το Μπαγδάτι, και πώς ήτο κονεμένος στο πρώτο χάνι του κάστρου.

Εκάθισεν εις την κόγχην του βράχου, κάτω από τους πόδας της έχουσα την βοήν και την μελωδίαν των κυμάτων, και άνω της κεφαλής της ήκουε την κλαγγήν των αετών και τους κρωγμούς του ιέρακος.

Ίσως όμως δεν θα θανατώση τον εαυτόν του με την βίαν· διότι λέγουσιν ότι δεν επιτρέπεται τούτο από τον νόμον. Και συγχρόνως, ενώ έλεγε ταύτα, κατεβίβασε τον πόδα του από την κλίνην εις την γην και αφού εκάθισεν, από τότε ούτω πως συνωμίλει.

Ο Πλήθων εκάθισεν επί σκοπιάς τινος, οπόθεν η οδός ήτο ορατή επί τινα στάδια, και έβλεπε μήπως εφαίνετο μακρόθεν ο Θευδάς επιστρέφων. Ο δε Πρωτόγυφτος, άπαξ μόνον ανεφανίσθη μετά την συνδιάλεξιν του Πλήθωνος και της Αϊμάς. Ήτο περί το λυκαυγές.

Εκάθισεν η μικρά κόρη· από υψηλά η κανδήλα εμπρός από το εικόνισμα έφεγγεν εις όλον το δωματίων, αλλ' ο εργαλειός τώρα ήτον δυσκολοκίνητος· κάτι τον εμπόδιζε, δεν θα τον είχαν καλά στερεώσει! Εβγήκεν η Φρόσω και προσπαθούσε να εύρη τι έπταιεν, αλλά έπεσε κάτω ένα πράγμα και έλαμψεν εις το φως της κανδήλας! Κυττάζει, ήτον μία λίρα, ένα χρυσό εικοσάφραγκο!

Είπε, και ακόμη προς αυτούς δεν έκλινε την νίκη, αλλ' ήθελετην δοκιμήν η δύναμις και ανδρεία του Οδυσσέα να φανούν και του λαμπρού παιδιού του· καιτου μεγάρου πέταξε την μαυροκαπνισμένη σκέπη κ' εκάθισεν αυτού, με χελιδόνα ομοία. 240

Είτα εξεδύθη, εσκεύασεν όλα τα ιερά του, εκάθισεν, είπε τας ιδιαιτέρας ευχάς του, έφαγε δύο ή τρία σύκα, τα οποία προσεφέρθησαν, έπιεν ολίγον ρακίον από στέμφυλα, έργον των χειρών της συντέκνισσας, και απήλθε, δύο ώρας νύκτα καβάλλα πάλι στο γαϊδουράκι, συνοδευόμενος την φοράν ταύτην από τον νεαρόν βοσκόν, τον υιόν της γραίας.

Ο Βινίκιος δεν ήθελε να επιστρέψη εις την κατοικίαν του. Εκάθισεν επί τινος λίθου αναμένων την επιστολήν. Ο ήλιος είχεν ήδη ανέλθη πολύ υψηλά εις τον ουρανόν και η Αγορά επληρούτο κόσμου από του Αργεντινού Λόφου. Θόρυβος ηγέρθη αιφνηδίως πλησίον του μέρους, εις ο είχε καθήσει ο Τριβούνος.

Εγώ είμαι κουρασμένος. Γκρου! Χρου!... — Να βράσω ολίγα λάχανα; — Τάντερά σου να βράσης, έγρυζεν ο γέρος. Γκου!.,. Την στιγμήν εκείνην εφάνη καλπάζων ιππεύς, όστις ήρχετο προς την καλύβην. Ηκολουθείτο δε υπό πεζού θεράποντος. Πριν ή φθάση εις την καλύβην, ο ιππεύς επέζευσε και εκάθισεν επί όχθου τινός της οδού. Απείχε δε περί τα πεντακόσια βήματα.